θηλυχίτων: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θηλῠχίτων:''' ωνος (ῐ) adj. одетый в женское платье ([[ἀνήρ]] Luc., Anth.). | |elrutext='''θηλῠχίτων:''' ωνος (ῐ) adj. одетый в женское платье ([[ἀνήρ]] Luc., Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θηλῠ-χί˘των, ονος,<br />with [[woman]]'s [[frock]], Anth., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:25, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A with woman's frock, AP6.219 (Antip.), Orac. ap. Luc. Alex.27.
German (Pape)
[Seite 1208] mit Weibergewand; Antp. Sid. 27 (VI, 219); int Orak. bei Luc. Alex. 27.
Greek (Liddell-Scott)
θηλῠχίτων: ῐ, ὁ, ἡ, φορῶν γυναικεῖον χιτῶνα, Ἀνθ. Π. 6. 219, Χρησμ. παρὰ Λουκ. ἐν Ἀλεξ. 27.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu d’une robe de femme.
Étymologie: θῆλυς, χιτών.
Greek Monolingual
θηλυχίτων, -ος, ὁ (Α)
αυτός που φορά γυναικείο χιτώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -χίτων (< χιτών), πρβλ. α-χίτων, μελανο-χίτων].
Greek Monotonic
θηλῠχίτων: [ῐ], ὁ, ἡ, αυτός που φορά γυναικείο χιτώνα, σε Ανθ. Π., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θηλῠχίτων: ωνος (ῐ) adj. одетый в женское платье (ἀνήρ Luc., Anth.).