ἱμαντοπέδη: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἱμαντοπέδη:''' (ῐμ) ἡ ременная петля, крепкие путы Anth. | |elrutext='''ἱμαντοπέδη:''' (ῐμ) ἡ ременная петля, крепкие путы Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἱμαντο-[[πέδη]], ἡ,<br />a [[leathern]] [[noose]], of a [[polypus]]' leg, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A leathern noose, of a polypus' leg, AP9.94 (Isid. Aeg.).
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, Schlinge von Riemen, Isid. ep. 1 (IX, 94).
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντοπέδη: ἡ ἱμάντινος δεσμός, παγίς· ἐπὶ τῶν πλοκάμων τοῦ πολυποδος, Ἀνθ. Π. 9. 94.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
entrave faite d’une courroie (de cuir).
Étymologie: ἱμάς, πέδη.
Greek Monolingual
ἱμαντοπέδη, ἡ (Α)
(για τα πλοκάμια του πολύποδα) ιμάντινος δεσμός, σφιχτό δέσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + πέδη «δεσμός»].
Greek Monotonic
ἱμαντοπέδη: ἡ, ιμάντινος δεσμός, παγίδα, λέγεται για τα πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἱμαντοπέδη: (ῐμ) ἡ ременная петля, крепкие путы Anth.