ἰδάλιμος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰδάλιμος:''' (ῑδᾰ) вызывающий потение, обливающий потом ([[καῦμα]] Hes.). | |elrutext='''ἰδάλιμος:''' (ῑδᾰ) вызывающий потение, обливающий потом ([[καῦμα]] Hes.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἰδάλιμος]], ον [[ἶδος]]<br />causing [[sweat]], Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:30, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], ον, (ἶδος)
A causing sweat, καῦμα Hes.Op.415.
German (Pape)
[Seite 1235] = εἰδάλιμος, VLL. Schweiß erregend, καῦμα Hes. O. 417.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδάλιμος: -ον, (ἶδος) προξενῶν ἱδρῶτα, καῦμα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui provoque la sueur.
Étymologie: ἶδος.
Greek Monolingual
ἰδάλιμος, -ον (Α)
αυτός που προκαλεί έκκριση ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδος (το) «ιδρώτας», κατά τα ειδά-λιμος, κυδά-λιμος].
Greek Monotonic
ἰδάλιμος: -ον (ἶδος), αυτός που προκαλεί ιδρώτα, εφίδρωση, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰδάλιμος: (ῑδᾰ) вызывающий потение, обливающий потом (καῦμα Hes.).