ἱπποτυφία: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἱπποτῡφία:''' ἡ неумеренная гордость, безмерная спесь Luc., Diog. L. | |elrutext='''ἱπποτῡφία:''' ἡ неумеренная гордость, безмерная спесь Luc., Diog. L. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἱππο-τῡφία, ἡ, [[τῦφος]]<br />[[horse]]-[[pride]], i. e. [[excessive]] [[pride]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ, (τῦφος)
A horse-pride, i.e. excessive pride or conceit, Luc.Hist.Conscr.45, Pl. ap. D.L.3.39.
German (Pape)
[Seite 1261] ἡ, Pferde-, d. i. unbändiger Stolz; Luc. hist. conscr. 45; D. L. 3, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποτῡφία: ἡ, (τῦφος) ὑπεροψία ἥτις καταλαμβάνει τὸν ἐφ’ ἵππου ὀχούμενον, ὑπερβολικὴ ὑπερηφανία, ἀλαζονεία. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45, Διογ. Λ. 3. 39· πρβλ. ἵππος VI.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
faste ou orgueil excessif.
Étymologie: ἵππος, τῦφος.
Greek Monolingual
ἱπποτυφία, ἡ (Α) υπερβολική υπερηφάνεια που καταλαμβάνει τον ιππέα, υπεροψία, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -τυφία (< τῡφος «αλαζονεία, έπαρση»), πρβλ. α-τυφία, σεμνο-τυφία].
Greek Monotonic
ἱπποτῡφία: ἡ (τῦφος), υπερβολική έπαρση, αλαζονεία που καταλαμβάνει τον αναβάτη του αλόγου, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποτῡφία: ἡ неумеренная гордость, безмерная спесь Luc., Diog. L.
Middle Liddell
ἱππο-τῡφία, ἡ, τῦφος
horse-pride, i. e. excessive pride, Luc.