καταβλάπτω: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(2b) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταβλάπτω:''' (тж. κ. βλάβην Plat.) причинять вред, наносить ущерб (τινά и τι HH, Arst., Dem., Plut.). | |elrutext='''καταβλάπτω:''' (тж. κ. βλάβην Plat.) причинять вред, наносить ущерб (τινά и τι HH, Arst., Dem., Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[hurt]] [[greatly]], [[damage]], Hhymn., Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:55, 9 January 2019
English (LSJ)
A hurt greatly, damage, h.Merc.93, Pl.Lg.877b, Lex ap.D.23.28, etc.; βλάβην κ. τινά inflict damage upon him, Pl.Lg. 864e; κατεβλαφότες τὰς προσόδους IG7.303.51 (Oropus); ὅ κα καταβλάψῃ for whatever damage he may have done, ib.9(1).694.102 (Corc.):—Pass., πολλὰ καταβλαβῆναι μέρη Str.1.3.20.
German (Pape)
[Seite 1340] beschädigen, verletzen; ὅτε μή τι καταβλάπτῃ τὸ σὸν αὐτοῦ H. h. Merc. 23; κατέβλαψε τὸν τρωθέντα Plat. Legg. IX, 877 b; βλάβην 864 e; ἄν τις καταβλάψῃ τινὰ ἑκὼν ἀδίκως Dem. 23, 50, vgl. das Gesetz ib. §. 28; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταβλάπτω: μέλλ. -βλάψω, μεγάλως βλάπτω, ζημιώνω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 93, Πλάτ. Νόμ. 877Β· βλάβην καταβλάπτω τινά, ἐπιφέρω ζημίαν, βλάβην εἴς τινα, αὐτόθι 864Ε· καταβεβλαφότες τὴν πρόσοδον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 51· ὅ κα καταβλάψῃ αὐτόθι 1845. 103.
French (Bailly abrégé)
nuire à, léser, acc..
Étymologie: κατά, βλάπτω.
Greek Monolingual
καταβλάπτω (Α)
(επιτ. τ. του βλάπτω)
επιφέρω ζημιά, βλάβη σε κάποιον.
Greek Monotonic
καταβλάπτω: μέλ. -ψω, πληγώνω, βλάπτω σε μεγάλο βαθμό, καταστρέφω, ζημιώνω, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βλάπτω beschadigen; met acc. v. h. inw. obj.: βλάβην ἣν ἄν τινα καταβλάψῃ de schade die hij iem. heeft toegebracht Plat. Leg. 864e.
Russian (Dvoretsky)
καταβλάπτω: (тж. κ. βλάβην Plat.) причинять вред, наносить ущерб (τινά и τι HH, Arst., Dem., Plut.).