στέγαρχος: Difference between revisions
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στέγαρχος -ου, ὁ [στέγη, ἄρχω] baas van het huis, heer der huizes. | |elnltext=στέγαρχος -ου, ὁ [στέγη, ἄρχω] baas van het huis, heer der huizes. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στέγ-αρχος, ὁ, [[στέγη]]<br />[[master]] of the [[house]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A master of the house, Hdt.1.133, Antiph.171.
German (Pape)
[Seite 932] ὁ, der Hausherr; Her. 1, 133; Antiphan. bei Poll. 10, 21, als Erklärung von σταθμοῦχος.
Greek (Liddell-Scott)
στέγαρχος: ὁ, οἰκοδεσπότης, Ἡρόδ. 1. 133, Ἀντιφάν. ἐν «Ὀμβρίμῳ» 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
maître de maison.
Étymologie: στέγη, ἄρχω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
οικοδεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη + -αρχος].
Greek Monotonic
στέγαρχος: ὁ (στέγη), κύριος του σπιτιού, νοικοκύρης, οικοδεσπότης, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
στέγαρχος: ὁ хозяин дома Her.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στέγαρχος -ου, ὁ [στέγη, ἄρχω] baas van het huis, heer der huizes.