τάραγμα: Difference between revisions
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τάραγμα:''' ατος (τᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> смятение, замешательство, смута (φρενῶν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> крушение, крах, обвал (μελάθρων Eur.). | |elrutext='''τάραγμα:''' ατος (τᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> смятение, замешательство, смута (φρενῶν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> крушение, крах, обвал (μελάθρων Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ταράσσω]]<br />disquietude, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:50, 10 January 2019
English (LSJ)
[τᾰ], ατος, τό,
A disquietude, ἐν φρενῶν τ. πέπτωκα E.HF 1091, cf. 907 (lyr.); τ. δαιμόνιον D.H.8.52; πάθη καὶ ταράγματα Demetr.Lac.Herc.1012.27.
German (Pape)
[Seite 1069] τό, Unruhe, Verwirrung, ἐν φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Eur. Herc. Fur. 1091.
Greek (Liddell-Scott)
τάραγμα: [ᾰ], τό, = τῷ ἑπομ., ὡς δ’ ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1091, πρβλ. 907.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
trouble.
Étymologie: ταράσσω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και τάραμα Ν ταράσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταράζω, ψυχική αναστάτωση, ταραχή (α. «όταν άκουσε τα νέα μου τον έπιασε τάραγμα» β. «ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ», Ευρ.)
νεοελλ.
1. ανακίνηση, ανακάτεμα
2. τράνταγμα
3. ιατρ. α) επιληψία
β) (για πυρετό) προσβολή που συνοδεύεται από ρίγη.
Greek Monotonic
τάραγμα: [ᾰ], -ατος, τό (ταράσσω), ανησυχία, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
τάραγμα: ατος (τᾰ) τό
1) смятение, замешательство, смута (φρενῶν Eur.);
2) крушение, крах, обвал (μελάθρων Eur.).
Middle Liddell
ταράσσω
disquietude, Eur.