ὑπολήνιον: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
(4b) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπολήνιον:''' τό виноградный чан (под точилом) NT. | |elrutext='''ὑπολήνιον:''' τό виноградный чан (под точилом) NT. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑπο-λήνιον, ου, τό, [[ληνός]]<br />the [[vessel]] under a [[press]] to [[receive]] the [[wine]] or oil, a vat, Lat. [[lacus]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:15, 10 January 2019
English (LSJ)
τό,
A vessel placed under a press to receive the wine or oil, vat, LXX Jl.3(4).13, Is.16.10, Ev.Marc.12.1, Poll.10.130; dub. sens. in POxy.1735.5 (iv A. D.): as Adj., κρατῆρας -ίους dub. sens. in OGI 383.147 (Commagene, i B. C.).
German (Pape)
[Seite 1224] τό, ein unter die Kelter zu setzendes Gefäß, Wein oder Oel hineinlaufen zu lassen, übh. Trog, Sp., wie Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολήνιον: τό, ἀγγεῖον τιθέμενον ὑπὸ τὸ στόμιον ληνοῦ, ἵνα δέχηται τὸ ἐκ τῶν πατουμένων σταφυλῶν ἐκρέον γλεῦκος, «πολῆνι», Λατ. lacus, Πολυδ. Ι΄, 130, Ἑβδ. (Ἰωὴλ Γ΄, 13, Ἡσ. Ιϛʹ, 10), Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cuve sous le pressoir.
Étymologie: ὑπό, ληνός.
English (Strong)
neuter of a presumed compound of ὑπό and ληνός; vessel or receptacle under the press, i.e. lower wine-vat: winefat.
English (Thayer)
ὑποληνιου, τό (i. e. τό ὑπό τήν ληνόν, cf. τό ὑποζύγιον), a vessel placed under a press (and in the Orient usually sunk in the earth) to receive the expressed juice of the grapes, a pit: (ὤρυξεν ὑπολήνιον; R. V. he digged a pit for the winepress), ληνός (and B. D. under the word Winepress). (Demiopr. quoted in Pollux 10 (29), 130; Geoponica; the Sept. for יֶקֶב, Alex.)
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
δοχείο τοποθετούμενο κάτω από το στόμιο του ληνού για να δέχεται το γλεύκος που εκρέει με το πάτημα τών σταφυλιών, κν. σήμερα πολήνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ληνός «πατητήρι σταφυλιών» + επίθημα -ίον].
Greek Monotonic
ὑπολήνιον: τό (ληνός), αγγείο που τοποθετείται κάτω από στόμιο ληνού για να δέχεται κρασί ή λάδι, κάδος, Λατ. lacus, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὑπολήνιον: τό виноградный чан (под точилом) NT.
Middle Liddell
ὑπο-λήνιον, ου, τό, ληνός
the vessel under a press to receive the wine or oil, a vat, Lat. lacus, NTest.