Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποστάθμη: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑποστάθμη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> архит. основание, фундамент (οἰκιῶν ὑποστάθμαι Diod.);<br /><b class="num">2)</b> осадок, отстой, гуща Plat.: ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ Plut. в гуще римского народа.
|elrutext='''ὑποστάθμη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> архит. основание, фундамент (οἰκιῶν ὑποστάθμαι Diod.);<br /><b class="num">2)</b> осадок, отстой, гуща Plat.: ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ Plut. в гуще римского народа.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπο-[[στάθμη]], ἡ, = [[ὑπόστασις]]<br />[[sediment]], Plat.; ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, in faece Romuli, Plut.
}}
}}

Revision as of 02:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστάθμη Medium diacritics: ὑποστάθμη Low diacritics: υποστάθμη Capitals: ΥΠΟΣΤΑΘΜΗ
Transliteration A: hypostáthmē Transliteration B: hypostathmē Transliteration C: ypostathmi Beta Code: u(posta/qmh

English (LSJ)

ἡ,

   A foundation, D.S.3.44 (pl.).    II = ὐπόστασις B. 1.1, sediment, Pl.Phd.109c, Protagorid.4, Dsc.5.103, Plu.2.130b, etc.; ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, as a translation of Cicero's in faece Romuli, Plu.Phoc.3, cf. Cic.Att.2.1.8; ὑ. τροφῆς, almost = περίττωμα, Hp. Vict.2.45; of matter, ἡ πάντων ὑ. Dam.Pr.36, cf. Zeno Stoic.1.29, Procl. in Alc.p.181 C.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστάθμη: ἡ, θεμέλιον, ἡ νῆσος... παλαιῶν ἔχει οἰκιῶν λιθίνας ὑποστάθμας Διόδ. 3. 44. ΙΙ. = ὑπόστασις Β΄, κοινῶς «καταπάτι», Πλάτ. Φαίδων 109C, Πρωταγορίδ. παρ’ Ἀθην. 124E, Διοσκ. 5. 120, Πλούτ., κλπ.· ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, ὡς μετάφρασις τοῦ Κικερωνείου in faece Romuli, Πλουτ. Φωκ. 3, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dépôt, sédiment.
Étymologie: ὑπό, στάθμη.

Greek Monolingual

η / ὑποστάθμη, ΝΑ
τα αδιάλυτα συστατικά ενός υγρού τα οποία καθιζάνουν στον πυθμένα του δοχείου στο οποίο αυτό περιέχεται, αλλ. ίζημα ή κατακάθι
νεοελλ.
1. φυσ.-χημ. η υποστιβάδα
2. φρ. «άνθρωπος της κατώτερης [ή της τελευταίας] υποστάθμης» — άνθρωπος κατώτατου ηθικού ποιού, φαυλεπίφαυλος, αχρείος
αρχ.
βάση, θεμέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + στάθμη].

Greek Monotonic

ὑποστάθμη: ἡ, = ὑπόστασις, κατακάθι, ίζημα, τρυγία, σε Πλάτ.· ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, in facere Romuli, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστάθμη:
1) архит. основание, фундамент (οἰκιῶν ὑποστάθμαι Diod.);
2) осадок, отстой, гуща Plat.: ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ Plut. в гуще римского народа.

Middle Liddell

ὑπο-στάθμη, ἡ, = ὑπόστασις
sediment, Plat.; ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, in faece Romuli, Plut.