κατουδαῖος: Difference between revisions
(2b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατουδαῖος:''' подземный, т. е. глубокий ([[βόθρος]] HH). | |elrutext='''κατουδαῖος:''' подземный, т. е. глубокий ([[βόθρος]] HH). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κατ-ουδαῖος, ον [[οὖδας]]<br />under the [[earth]], Hhymn. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:52, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, (οὖδας)
A under the ground, οἱ κ. Hes.Fr.60; κ. βόθρος h.Merc.112; κ. γίγας, of Briareus, Call.Del.142; κ. φόβοι Juba Hist.9.
German (Pape)
[Seite 1405] unter dem Boden, unterirdisch; βόθρον H. h. Merc. 112; γίγας, vom Riesen Briareus, Callim. Del. 142; φόβοι, Furcht vor den Unterirdischen, Ath. III, 98 b.
Greek (Liddell-Scott)
κατουδαῖος: -ον, (οὖδας) ὁ ὑπὸ τὴν γῆν, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ὑπὸ γῆν· κατ. βόθρος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 112· κ. γίγας, ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 142· κ. φόβοι Ἀθήν. 98Β (φόβοι εἱ ἐκ τῶν νεκρῶν προερχόμενοι), πρβλ. κατάγειος, καταχθόνιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est sous terre, souterrain;
2 des enfers.
Étymologie: κατά, οὖδας.
Greek Monolingual
κατουδαῑος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από το έδαφος, υπόγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από φρ. κατ' οὖδας «κάτω από το έδαφος» ή < κατ(α)- + οὐδαῖος (< οὖδας «χώμα»)].
Greek Monotonic
κατουδαῖος: -ον (οὖδας), υπόγειος, υποχθόνιος, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
κατουδαῖος: подземный, т. е. глубокий (βόθρος HH).