μεσημέριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσημέριος:''' -ον, ό,τι το προηγ., [[μεσαμέριον]], κατά το [[μεσημέρι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''μεσημέριος:''' -ον, ό,τι το προηγ., [[μεσαμέριον]], κατά το [[μεσημέρι]], σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεσ-ημέριος, ον = μεσημβρῐνός]<br />[[μεσαμέριον]] at mid-day, Theocr.
}}
}}

Revision as of 04:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσημέριος Medium diacritics: μεσημέριος Low diacritics: μεσημέριος Capitals: ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΣ
Transliteration A: mesēmérios Transliteration B: mesēmerios Transliteration C: mesimerios Beta Code: meshme/rios

English (LSJ)

ον,

   A = μεσημβρινός: τὸ μεσαμέριον at midday, Theoc.7.21:—also μεσ-ήμερον, τό, Gloss.

German (Pape)

[Seite 137] = Vorigem, μεσαμέριον, adverbial, Theocr. 7, 21.

Greek (Liddell-Scott)

μεσημέριος: -ον, = μεσημβρινός, μεσαμέριον, κατὰ τὴν μεσημβρίαν, Θεόκρ. 7. 21.

Greek Monolingual

μεσημέριος, -ον (Α)
1. μεσημβρινός
2. (το ουδ. ως επίρρ.)
βλ. μεσημέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση μέση ἡμέρα (πρβλ. μέσον ήμαρ].

Greek Monotonic

μεσημέριος: -ον, ό,τι το προηγ., μεσαμέριον, κατά το μεσημέρι, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

μεσ-ημέριος, ον = μεσημβρῐνός]
μεσαμέριον at mid-day, Theocr.