νεηκονής: Difference between revisions
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νεηκονής:''' недавно отточенный ([[σφαγεύς]] Soph.). | |elrutext='''νεηκονής:''' недавно отточенный ([[σφαγεύς]] Soph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νε-ηκονής, ές [[ἀκόνη]] = [[νεηκής]], Soph.] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ές, (ἀκόνη) = foreg., S.Aj.820.
German (Pape)
[Seite 236] ές, neu geschärft, θηγάνῃ νεηκονής, vom Schwerte, Soph. Ai. 807.
Greek (Liddell-Scott)
νεηκονής: -ές, (ἀκόνη) = νεηκής, Σοφ. Αἴ. 820.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. νεήκης.
Étymologie: νέος, ἀκονάω.
Greek Monolingual
νεηκονής, -ές (Α)
νεήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ἀκόνη. Το -η- του τ. (αντί -ακονής) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
νεηκονής: -ές (ἀκόνη), = νεηκής, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νεηκονής: недавно отточенный (σφαγεύς Soph.).