ὁμόδημος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὁμόδημος:''' дор. [[ὁμόδαμος|ὁμόδᾱμος]] 2 принадлежащий к тому же народу (ὁ. Σπαρτῶν [[γένει]] Pind.); единоплеменный ([[γόνος]] Pind.). | |elrutext='''ὁμόδημος:''' дор. [[ὁμόδαμος|ὁμόδᾱμος]] 2 принадлежащий к тому же народу (ὁ. Σπαρτῶν [[γένει]] Pind.); единоплеменный ([[γόνος]] Pind.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὁμό-δημος, δοριξ ὁμό-δᾱμος, ον,<br />of the [[same]] [[people]] or [[race]], Pind.; τινι with one, Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:00, 10 January 2019
English (LSJ)
Dor. -δᾱμος, ον,
A of the same people or race, γόνος Pi.O.9.44 ; τινι with one, Id.I.1.30.
German (Pape)
[Seite 333] von demselben Volke; ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει, Pind. I. 1, 30; γόνος, Ol. 9, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόδημος: Δωρ. -δᾱμος, ον, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ δήμου ἢ τῆς αὐτῆς γενεᾶς, γόνος Πινδ. Ο. 9. 69· τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 1. 140.
Greek Monolingual
ὁμόδημος, δωρ. τ. ὁμόδαμος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται από τον ίδιο δήμο ή από την ίδια φυλή («ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δῆμος (πρβλ. κοινό-δημος)].
Greek Monotonic
ὁμόδημος: Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο ή στην ίδια γενιά, σε Πίνδ.· τινι, με κάποιον, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόδημος: дор. ὁμόδᾱμος 2 принадлежащий к тому же народу (ὁ. Σπαρτῶν γένει Pind.); единоплеменный (γόνος Pind.).
Middle Liddell
ὁμό-δημος, δοριξ ὁμό-δᾱμος, ον,
of the same people or race, Pind.; τινι with one, Pind.