παρασπιστής: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρασπιστής -οῦ, ὁ [παρασπίζω] schildknaap, helper. | |elnltext=παρασπιστής -οῦ, ὁ [παρασπίζω] schildknaap, helper. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=παρ-ασπιστής, οῦ, ὁ, [from [[παρασπίζω]]<br />a [[companion]] in [[arms]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:15, 10 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A shield-bearer, companion in arms, E.El.886, Ph. 1165, Cyc.6.
German (Pape)
[Seite 499] ὁ, Schildträger, Waffenträger, τινί, Aesch. frg. 305; Eur. Cycl. 6 Phoen. 1172 u. öfter; u. in späterer Prosa, wie D. Hal. 1, 13; die VLL. erkl. ὁ παρεστὼς ὁπλίτης.
Greek (Liddell-Scott)
παρασπιστής: -οῦ, ὁ, ἀσπιδοφόρος, ὁπλοφόρος, ἢ μᾶλλον ὁ σύντροφος ἐν ὅπλοις, Εὐρ. Ἠλ. 886, Φοίν. 1165, Κύκλ. 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui se tient auprès, le bouclier à la main, d’où compagnon d’armes.
Étymologie: παρασπίζω.
Greek Monolingual
ὁ, Α παρασπίζω
1. ασπιδοφόρος, οπλοφόρος που μάχεται κοντά σε άλλον
2. ο σύντροφος στη μάχη, συμμαχητής, συμπολεμιστής.
Greek Monotonic
παρασπιστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος στα όπλα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
παρασπιστής: οῦ ὁ боевой помощник, соратник Aesch., Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασπιστής -οῦ, ὁ [παρασπίζω] schildknaap, helper.
Middle Liddell
παρ-ασπιστής, οῦ, ὁ, [from παρασπίζω
a companion in arms, Eur.