πινακοθήκη: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(6)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῐνᾰκοθήκη:''' ἡ, [[πινακοθήκη]], [[έκθεση]] έργων Τέχνης, σε Στράβ.
|lsmtext='''πῐνᾰκοθήκη:''' ἡ, [[πινακοθήκη]], [[έκθεση]] έργων Τέχνης, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῐνᾰκο-[[θήκη]], ἡ,<br />a [[picture]]-[[gallery]], Strab.
}}
}}

Revision as of 05:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνᾰκοθήκη Medium diacritics: πινακοθήκη Low diacritics: πινακοθήκη Capitals: ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ
Transliteration A: pinakothḗkē Transliteration B: pinakothēkē Transliteration C: pinakothiki Beta Code: pinakoqh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A picture-gallery, Str.14.1.14.

German (Pape)

[Seite 616] ἡ, Saal, wo man Gemälde aufbewahrt, Bildersaal, Landkartensammlung, Strab. XIV, 944.

Greek (Liddell-Scott)

πῐνᾰκοθήκη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, αἴθουσα ἐν ᾗ ὑπάρχει ἐκτεθειμένη συλλογὴ εἰκόνων, Στράβ. 637.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dépôt de tableaux ou de cartes.
Étymologie: πίναξ, τίθημι.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
χώρος, αίθουσα ή κτήριο όπου αναρτούν και εκθέτουν ζωγραφικούς πίνακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, -ακος + θήκη (< τίθημι) πρβλ. οστεο-θήκη.

Greek Monotonic

πῐνᾰκοθήκη: ἡ, πινακοθήκη, έκθεση έργων Τέχνης, σε Στράβ.

Middle Liddell

πῐνᾰκο-θήκη, ἡ,
a picture-gallery, Strab.