πολυποίκιλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure

Source
(nl)
(1ba)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυποίκιλος -ον [πολύς, ποικίλος] veelkleurig; veelvormig.
|elnltext=πολυποίκιλος -ον [πολύς, ποικίλος] veelkleurig; veelvormig.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-ποίκῐλος, ον,<br />[[much]]-[[variegated]], Eur.
}}
}}

Revision as of 05:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠποίκῐλος Medium diacritics: πολυποίκιλος Low diacritics: πολυποίκιλος Capitals: ΠΟΛΥΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: polypoíkilos Transliteration B: polypoikilos Transliteration C: polypoikilos Beta Code: polupoi/kilos

English (LSJ)

ον,

   A much-variegated, φάρεα E.IT1149 (lyr.); στέφανος Eub.105 (anap.); διαχωρήματα Steph. in Hp.1.157 D.    2 manifold, σοφία τοῦ θεοῦ Ep.Eph.3.10; φαντασία τῶν οἰνωμένων Anon. Incred.17; τελετή Orph.H.6.11.

German (Pape)

[Seite 669] sehr bunt, sehr mannichfaltig, ἀνθέων στέφανος, Eubul. b. Ath. XV, 679 d.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠποίκῐλος: -ον, ὡς καὶ νῦν, φάρεα Εὐρ. Ι. Τ. 1150, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 3. 2) ποικίλος, πολλαπλοῦς, τελετὴ Ὀρφ. Ὕμν. 5. 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très varié.
Étymologie: πολύς, ποικίλος.

English (Strong)

from πολύς and ποικίλος; much variegated, i.e. multifarious: manifold.

English (Thayer)

πολυποικιλον (πολύς and ποικίλος);
1. much-variegated; marked with a great variety of colors: of cloth or a painting; φαρεα, Euripides, Iph. T. 1149; στέφανον πολυποικιλον ἀνθεων, Eubulus ap Athen. 15, p. 679d.
2. much varied, manifold: σοφία τοῦ Θεοῦ, manifesting itself in a great variety of forms, ὀργή, Sibylline Oracles 8,411; λόγος, the Orphica, hymn. 61,4, and by other writings with other nouns.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυποίκιλος, -ον ΝΜΑ
πάρα πολύ ποικίλος, αυτός που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία (α. «πολυποίκιλες αντιδράσεις» β. «πολυποίκιλα προβλήματα» γ. «ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
(μσν-αρχ.) πολυποίκιλτος, πολύ διακοσμημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ποικίλος (πρβλ. ανθηρο-ποίκιλος, χρυσο-ποίκιλος)].

Greek Monotonic

πολῠποίκῐλος: -ον, ποικιλόχρωμος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολυποίκῐλος: 1) очень пестрый, пестро расшитый (φάρεα Eur.);
2) многообразный (σοφία NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυποίκιλος -ον [πολύς, ποικίλος] veelkleurig; veelvormig.

Middle Liddell

πολῠ-ποίκῐλος, ον,
much-variegated, Eur.