ἀλέξημα: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(1a)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀλέξω]]<br />a [[defence]], [[remedy]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[ἀλέξω]]<br />a [[defence]], [[remedy]], Aesch.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀλέξημα]] -ατος, τό [[ἀλέξω]] remedie, geneesmiddel.
}}
}}

Revision as of 05:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέξημα Medium diacritics: ἀλέξημα Low diacritics: αλέξημα Capitals: ΑΛΕΞΗΜΑ
Transliteration A: aléxēma Transliteration B: alexēma Transliteration C: aleksima Beta Code: a)le/chma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A defence, guard, help, A.Pr.479: c. gen., remedy for, ὀδύνης Hp.Mul.2.212; protection against, κρύους καὶ θάλπους Gal.UP12.3; ὑπονοίας Longin. 17.2; ἀ. πρός τι D.H.7.13, Paus.10.18.3.

German (Pape)

[Seite 92] τό, Schutz-, Heilmittel, Aesch. Pr. 477; Dion. H. τὰ πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλ. 7, 13, u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέξημα: -ατος, τό, (ἀλέξω) ὑπεράσπισις, προστασία, βοήθεια, Αἰσχύλ. Πρ. 479· ἀλ. πρός τι, ὑπεράσπισις κατά τινος, Διον. Ἁλ. 7. 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
défense, secours.
Étymologie: ἀλέξω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [ᾰ-]
1 medic. remedio εἴ τις εἰς νόσον πέσοι, οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδέν A.Pr.479, c. gen. ὀδύνης Hp.Mul.2.212, κρύους καὶ θάλπους Gal.4.8, ἐς δίψαν Paus.10.18.3, cf. Phot.α 921.
2 gener. protección, precaución οὐκ ... προὐμηχανήσαντο τὰ πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξήματα D.H.7.13, τῆς ὑπονοίας Longin.17.2, cf. Synes.Prouid.2.1, Sch.Pi.P.10.79c.

Greek Monolingual

ἀλέξημα, το (Α)
1. κάθε αμυντικό ή προφυλακτικό μέσο, υπεράσπιση, προστασία, βοήθεια
2. θεραπευτικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με -η- θέμα του ρημ. ἀλέξω, πρβλ. και μέλλ. ἀλεξήσω].

Greek Monotonic

ἀλέξημα: -ατος, τό (ἀλέξω), υπεράσπιση, προστασία, βοήθεια, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλέξημα: ατος (ᾰλ) τό защита, средство спасения: εἴ τις ἐς νόσον πέσοι, οὐκ ἦν ἀ. οὐδέν Aesch. если кто-л. заболевал, спасения не было.

Middle Liddell

ἀλέξω
a defence, remedy, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλέξημα -ατος, τό ἀλέξω remedie, geneesmiddel.