πολύπικρος: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
(nl)
(1ba)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύπικρος -ον [πολύς, πικρός] zeer bitter.
|elnltext=πολύπικρος -ον [πολύς, πικρός] zeer bitter.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-πικρος, ον,<br />[[very]] [[keen]] or [[bitter]]; πολύπικρα as adv., Od.
}}
}}

Revision as of 05:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπικρος Medium diacritics: πολύπικρος Low diacritics: πολύπικρος Capitals: ΠΟΛΥΠΙΚΡΟΣ
Transliteration A: polýpikros Transliteration B: polypikros Transliteration C: polypikros Beta Code: polu/pikros

English (LSJ)

ον,

   A very keen or bitter: neut. pl. as Adv., Od.16.255: regul.Adv. -κρως Eust.1801.35.

German (Pape)

[Seite 668] sehr bitter, sehr schmerzhaft; μὴ πολύπικρα καὶ αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι, adverbial, Od. 16, 255. – Adv., Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπικρος: -ον, ὁ πολὺ δριμὺς ἢ πικρός· πολύπικρα ὡς ἐπίρρ., = πολὺ πικρῶς, Ὀδ. Π. 255· ὁμαλ. ἐπίρρ. πολυπίκρως, Εὐστ. 1801. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très amer.
Étymologie: πολύς, πικρός.

English (Autenrieth)

neut. pl. as adv., very bitterly, Od. 16.255†.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο πολύ πικρός, ο πολύ θλιβερός
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πολύπικρα
με πολύ πικρό τρόπο.
επίρρ...
πολυπίκρως Μ
με πολλή πίκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πικρός.

Greek Monotonic

πολύπικρος: -ον, οξύς ή πικρός· πολύπικρα ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πολύπικρος: досл. весьма горький, перен. мучительный, жестокий: πολύπικρα καὶ αἰνά Hom. себе на горе и на несчастье.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύπικρος -ον [πολύς, πικρός] zeer bitter.

Middle Liddell

πολύ-πικρος, ον,
very keen or bitter; πολύπικρα as adv., Od.