ἄληκτος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(2) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄληκτος]], -ον (AM) [[λήγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[τέλος]] «ἐξ ἀλήκτου καὶ ἀνάρχου θεότητος»<br /><b>2.</b> ο [[αδιάκοπος]], ο [[αδιάλειπτος]]<br />«μῆνα δὲ πάντ' [[ἄληκτος]] ἄη Νότος» — όλο τον [[μήνα]] φυσούσε ασταμάτητα ο Νοτιάς <b>Όμ.</b>.———————— <b>(II)</b><br />[[ἄληκτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που δεν έχει μοιραστεί, δεν έχει κατακυρωθεί σε κάποιον με [[κλήρωση]]<br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀληκτί</i>: [[χωρίς]] να γίνει [[κλήρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λαγχάνω]] «[[παίρνω]] με κλήρο»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄληκτος]], -ον (AM) [[λήγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[τέλος]] «ἐξ ἀλήκτου καὶ ἀνάρχου θεότητος»<br /><b>2.</b> ο [[αδιάκοπος]], ο [[αδιάλειπτος]]<br />«μῆνα δὲ πάντ' [[ἄληκτος]] ἄη Νότος» — όλο τον [[μήνα]] φυσούσε ασταμάτητα ο Νοτιάς <b>Όμ.</b>.———————— <b>(II)</b><br />[[ἄληκτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που δεν έχει μοιραστεί, δεν έχει κατακυρωθεί σε κάποιον με [[κλήρωση]]<br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀληκτί</i>: [[χωρίς]] να γίνει [[κλήρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λαγχάνω]] «[[παίρνω]] με κλήρο»]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[ἄληκτος]] -ον [ἀ-, [[λήγω]] onophoudelijk, waaraan geen einde komt. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:58, 10 January 2019
English (LSJ)
(A), ον, (λήγω)
A unceasing, πένθος IG14.2126.6; δίψα Ph.1.381, al.; interminable, βυβλίον Demetr.Lac.Herc.1061.7. Adv. ἀλήκτως Ph.2.420; ἀ. ἔχειν τινός Eun.VSp.458.26B.
ἄληκτος (B), ον,
A = ἄδαστος, Eust.64.40; cf. ἄλλ-. ἀλήλεκα, ἀλήθ-λεμαι or ἀλήθ-λεσμαι, v. ἀλέω (A). ἀλήλῐφα, ἀλήθ-λιμμαι, v. ἀλείφω. ἄλημα[ ᾰλ], ατος, τό, (ἀλέω A) fine meal: metaph., of a fine-witted, wily knave, as Ulvsses, S.Aj.381,390 (lyr.), cf. Ant.320 (v.l.). II (ἀλάομαι). = ὁδοιπορία, Hsch. ἀλήμεναι, ἀλῆναι, v. εἴλω.
German (Pape)
[Seite 95] unaufhörlich, πένθος Ep. ad. 662 (App. 136); App. Hannib. 40; s. ἄλληκτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄληκτος: -ον, (λήγω) ὁ μὴ λήγων, διαρκής, ἀδιάκοπος, Συλλ. Ἐπιγρ. 6303 (κατ’ ἀνάγκην τοῦ μέτρου)· πρβλ. ἄλληκτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incessant, sans fin.
Étymologie: ἀ, λήγω.
English (Autenrieth)
(λήγω): unceasing; adv. -τον, unceasingly.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἄλληκτος AB 202.17
no dividido, no repartido en lotes Eust.64.40, AB l.c.
• Etimología: Cf. λαγχάνω, λῆξις.
-ον
• Alolema(s): ép., poét. ἄλληκτος
I 1incesante Νότος Od.12.325, ὀδύναι S.Tr.985, Luc.Dips.4, πένθος LXX 3Ma.4.2, GVI 1280.3 (Roma II/III d.C.), δίψα Ph.1.381
•neutr. como adv. ἄλληκτον, ἄλληκτα incesantemente, Il.2.452, ἄ. γελόωσι Call.Dian.149, Euph.38C.54, Man.3.206, 252.
2 implacable, que no ceja θυμός Il.9.636.
II 1interminable, que no tiene final una explicación, Demetr.Lac.Geom.16.5
•eterno ἄ. ... καὶ ἀγήρως αἰών Basil.M.32.192B.
2 que tiene validez permanente φωνή PMasp.97ue.87 (VI d.C.).
3 gram. carente de desinencia o terminación τὰ τῶν στοιχείων ὀνόματα ἄληκτα An.Ox.4.338.
III adv. -ως incesantemente Ph.2.420, ἀλήκτως ἔχοντες καὶ ἀκορέστως τῆς ἀπολαύσεως incesante e insaciablemente deseando el placer Eun.VS 458.
• Etimología: Cf. λήγω.
Greek Monolingual
(I)
ἄληκτος, -ον (AM) λήγω
1. αυτός που δεν έχει τέλος «ἐξ ἀλήκτου καὶ ἀνάρχου θεότητος»
2. ο αδιάκοπος, ο αδιάλειπτος
«μῆνα δὲ πάντ' ἄληκτος ἄη Νότος» — όλο τον μήνα φυσούσε ασταμάτητα ο Νοτιάς Όμ..———————— (II)
ἄληκτος, -ον (Μ)
αυτός που δεν έχει μοιραστεί, δεν έχει κατακυρωθεί σε κάποιον με κλήρωση
επίρρ. ἀληκτί: χωρίς να γίνει κλήρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λαγχάνω «παίρνω με κλήρο»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄληκτος -ον [ἀ-, λήγω onophoudelijk, waaraan geen einde komt.