γεωμετρία: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
(1a) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[γεωμέτρης]]<br />[[geometry]], Hdt., Plat. | |mdlsjtxt=[from [[γεωμέτρης]]<br />[[geometry]], Hdt., Plat. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γεωμετρία]] -ας, ἡ, Ion. γεωμετρίη [[γεωμέτρης]] geometrie, meetkunde. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:17, 10 January 2019
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A geometry, Hdt.2.109, Ar.Nu.202: pl., τὰ ἐν ταῖς γ. Pl. Men.76a, cf. Man.4.129. II land-survey, τῶν ἀμπελώνων καὶ παραδείσων PTeb.24.42 (ii B. C.), cf. POxy.499.27 (ii A. D.). III land-tax, PLips.67.2 (ii A. D.), PFay.55.11 (ii A. D.), etc. 2 tax for surveying, PTeb.93.2, al. (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 488] ἡ, das Feldmessen, die Geometrie, Her. 2, 109; Plat. Theaet. 146 c u. öfter; auch Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γεωμετρία: ἡ, τὸ μετρεῖν τὴν γῆν, ἡ τέχνη τοῦ γεωμέτρου, Ἡρόδ. 2. 109, Πλάτ. Μένωνι 76Α· πρβλ. γεωδαισία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
arpentage, géométrie.
Étymologie: γεωμέτρης.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.2.109, Man.4.129; dór. γαμ- Archyt.B 1, Perict.146
I 1geometría Hdt.l.c., Ar.Nu.202, Pl.Tht.146c, Archyt.l.c., Arist.Ph.194a9, Archim.Spir.proem., Perict.l.c., Plb.9.14.5, Gal.5.390, Hero Def.135.1
•medición de la tierra, c. gen. ἐπιβληθήσεται ἐπ' αὐτὴν σπάρτιον γεωμετρίας ἐρήμου y se extenderá sobre ella la cuerda de medir una tierra desierta, e.e. la desolación LXX Is.34.11
•plu. casos concretos de la geometría, modelos en geometría τὰ ἐν ταῖς γεωμετρίαις Pl.Men.76a, cf. R.510c, 536d, Man.4.129.
2 agrimensura, medición de tierras y más concr. apeo, deslindamiento como acción y tb. como resultado, e.e. informe o evaluación sobre la medición para restablecer los límites o para calcular la producción agrícola con diversos propósitos PLond.2027.5 (III a.C.), ἡ κατὰ φύλλον γ. PLond.1995.308 (III a.C.), PTeb.72.194 (II a.C.), φέροντα τὴν γεωμετρίαν τοῦ κτηματίου PZen.Col.16.4 (III a.C.), τὴν γεωμετρίαν ἀποστεῖλαι PCair.Zen.126.2 (vol. 4, p. 286) (III a.C.), cf. SB 5942.3, 10 (III a.C.), PCair.Zen.828.1 (III a.C.), γ. ἀμπελώνων PTeb.24.42 (II a.C.), arriendos de tierras ἐκ γεωμετρίας de acuerdo con el apeo, PZen.Col.87.6 (III a.C.), PBerl.Leihg.20.4 (II d.C.), PMich.610.20 (III d.C.), μηδεμιᾶς γεωμετρίας γενομένης sin haber hecho medición (que pueda modificar la renta) POxy.499.17, 41 (II d.C.).
3 n. de impuesto para cubrir los gastos del apeo periódico como resultado de las inundaciones del Nilo PTeb.93.2, 1105.4 (ambos II a.C.), BGU 1185.20 (I a.C.), OAmst.43.2 (I d.C.), OBrüss.37.4, PLips.67.2, OAshm.Shelton 14.2 (todos II d.C.), SB 10420.4 (III d.C.).
Greek Monolingual
η (AM γεωμετρία) γεωμέτρης
ειδική επιστήμη, κλάδος τών μαθηματικών, που έχει ως αντικείμενο την ακριβή μελέτη του χώρου και τών διαφόρων μορφών (σχημάτων και σωμάτων) που είναι νοητές μέσα σ' αυτόν
νεοελλ.
εγχειρίδιο ή σύγγραμμα που πραγματεύεται θέματα γεωμετρίας
αρχ.
1. η μέτρηση ή καταμέτρηση της γης
2. καταμέτρηση αγρών ή οικοπέδων
3. φόρος έγγειας ιδιοκτησίας.
Greek Monotonic
γεωμετρία: ἡ, γεωμετρία, τέχνη της μέτρησης της γης, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
γεωμετρία: ион. γεωμετρίη ἡ тж. pl. землемерие, геометрия Her., Plat., Arst.
Middle Liddell
[from γεωμέτρης
geometry, Hdt., Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεωμετρία -ας, ἡ, Ion. γεωμετρίη γεωμέτρης geometrie, meetkunde.