γλυπτός: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(1a) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[γλύφω]]<br />[[carved]], Anth. | |mdlsjtxt=[[γλύφω]]<br />[[carved]], Anth. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γλυπτός]] -ή -όν [[γλύφω]] gegraveerd, gebeeldhouwd. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for carving, of wood or stone, Thphr.Lap.5. 2 carved, λύγδου γ. AP5.193 (Posidipp. or Ascl.); γ. ὁμοίωμα LXX De. 4.25; πρόσοψις Iamb.Protr.21.κγ; γλυπτόν, τό, carved image, LXX Is.44.10,al.: but γλυπτά, τά, quarries, ib.Jd.3.19.
Greek (Liddell-Scott)
γλυπτός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς γλυφὴν ἢ σκάλισμα, ἐπὶ ξύλου ἢ λίθου, Θεόφρ. Λίθ. 5. 2) γεγλυμμένος, σκαλισμένος, ἐν στήλῃ γλ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 194· γλ. ὁμοίωμα Ἑβδ. (Δευτ. δ΄, 25)· καὶ γλυπτόν, εἰκὼν γεγλυμμένη, αὐτόθι (Ἠσ. μδ΄, 17, κ. ἀλλ.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [tes. dat. γλυτθοῦ Mnemos.23.1970.251.6 (Larisa II a.C.)]
1 apto para ser grabado o esculpidode la madera o la piedra, Thphr.Lap.5, de donde subst. τὰ γλυπτά las canteras LXX Id.3.19.
2 grabado, esculpido τὴν ἁπαλὴν Εἰρήνιον ... λύγδου γλυπτήν Posidipp.Epigr.23.4, ὁμοίωμα LXX De.4.16, στάλα SEG 36.367.3 (Esparta III d.C.), τύμβος Nonn.Par.Eu.Io.19.41
•subst. τὸ γ. imagen esculpida LXX Ex.34.13, De.27.15, Mnemos.l.c., οὐκ ἔσται ὑμῖν ... γλυπτὸν εἰς θεὸν ὑμῖν Ep.Barn.12.6a.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γλυπτός, -ή, -όν) γλύφω
1. σκαλισμένος με σμίλη, λαξευτός
2. το ουδ. ως ουσ. έργο γλυπτικής
μσν.
τορνευτός, καλοφτιαγμένος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γλυπτά
τα λατομεία.
Greek Monotonic
γλυπτός: -ή, -όν (γλύφω), σκαλισμένος, χαραγμένος, σμιλευμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γλυπτός: изваянный, вырезанный (θάλος Anth.).