ἐπίσκιος: Difference between revisions
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
(1ab) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπίσκιος:''' <b class="num">1)</b> затененный, тенистый, темный ([[τόπος]] Plat., Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> осеняющий, заслоняющий (ὀμμάτων ἐ. [[χείρ]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> уединенный, безвестный ([[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> тайный, скрытый (τῆς ἀληθείας οὐδὲν ἐπίσκιον Plut.). | |elrutext='''ἐπίσκιος:'''<br /><b class="num">1)</b> затененный, тенистый, темный ([[τόπος]] Plat., Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> осеняющий, заслоняющий (ὀμμάτων ἐ. [[χείρ]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> уединенный, безвестный ([[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> тайный, скрытый (τῆς ἀληθείας οὐδὲν ἐπίσκιον Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐπί-σκιος, ον [[σκιά]]<br /><b class="num">I.</b> [[shaded]], [[dark]], [[obscure]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> act. [[shading]], c. gen., χεὶρ ὀμμάτων [[ἐπίσκιος]] Soph. | |mdlsjtxt=ἐπί-σκιος, ον [[σκιά]]<br /><b class="num">I.</b> [[shaded]], [[dark]], [[obscure]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> act. [[shading]], c. gen., χεὶρ ὀμμάτων [[ἐπίσκιος]] Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, (σκιά)
A shaded, dark, τόπος Pl.R.432c, Arist.HA569b10; οἴκημα Plu.Mar.39; ἀκτῖνες Arat.870: metaph., βίος ἐ. a retired life, Lat. vita umbratilis, opp.a public life, Plu.2.135b. II. Act., shading, c.gen., χεὶρ ὀμμάτων ἐπίσκιος S.OC1650. Adv.-ίως Poll.4.51.
German (Pape)
[Seite 979] (σκιά), 1) beschattend, ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ' ἀντέχοντα κρατός Soph. O. C. 1646, d. i. die Augen verdeckend. – 2) beschattet, schattig, dunkel, τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Arist. H. A. 6, 15 u. Sp.; βίος ἐπ. καὶ σχολαστὴς καὶ ἄφιλος Plut. de sanit. tu. p. 403, ein stilles, häusliches Leben.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσκιος: -ον, (σκιὰ) ἐσκιασμένος, ἔχων σκιὰν σκιερός, τόπος Πλάτ. Πολ. 432C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 6· οἴκημα Πλουτ. Μάρ. 39· μεταφ., βίος ἐπίσκιος, ὁ μακρὰν τῆς πολιτικῆς τύρβης, ἥσυχος, Λατ. vita umbratilis, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν δημόσιον βίον, ὁ αὐτ. 2. 135Β. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπισκιάζων, μετὰ γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα κρατός, ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τῆς κεφαλῆς πρὸς ἐπισκίασιν τῶν ὀμμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1650. ― Ἐπίρρ. -ίως, ἐπιβούλως, ἐπισκίως, κρυψίνως, ὑπούλως Πολυδ. Δ΄, 51.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui fait ombre, qui cache, gén.;
2 ombragé, obscurci, obscur (lieu, demeure, etc.) ; fig. βίος ἐπίσκιος PLUT vie retirée (lat. vita umbratilis).
Étymologie: ἐπί, σκιά.
Greek Monolingual
ἐπίσκιος, -ον (Α)
1. σκιερός, σκοτεινός («τόπος... ἐπίσκιος», Πλάτ.)
2. αυτός που δεν ασχολείται με την πολιτική, ήσυχος («εἰς ἐπίσκιόν τινα βίον καὶ σχολαστὴν καὶ μονότροπον», Πλούτ.)
3. αυτός που επισκιάζει, που ρίχνει σκιά («ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῑρ’ ἀντέχοντα...», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σκιος (< σκιά)].
Greek Monotonic
ἐπίσκιος: -ον (σκιά),
I. σκιερός, σκοτεινός, αυτός που βρίσκεται σε σκιά, σκιασμένος, σε Πλάτ.
II. Ενεργ., αυτός που επισκιάζει, με γεν., χεὶρὀμμάτων ἐπίσκιος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσκιος:
1) затененный, тенистый, темный (τόπος Plat., Arst., Plut.);
2) осеняющий, заслоняющий (ὀμμάτων ἐ. χείρ Soph.);
3) уединенный, безвестный (βίος Plut.);
4) тайный, скрытый (τῆς ἀληθείας οὐδὲν ἐπίσκιον Plut.).
Middle Liddell
ἐπί-σκιος, ον σκιά
I. shaded, dark, obscure, Plat.
II. act. shading, c. gen., χεὶρ ὀμμάτων ἐπίσκιος Soph.