πολυέλαιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυέλαιος]], -ον, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. [[πολυέλεος]], -η, -ο, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πολυέλαιος]]<br />α) πολυτελές πολύφωτο το οποίο αναρτάται στην [[οροφή]] αιθουσών ιδιωτικών ή δημόσιων χώρων<br />θ) <b>(λειτ.)</b> πολύφωτο ([[πολυκάνδηλο]], ή [[πολυκήριο]]) αναρτώμενο στο [[κέντρο]] και σε άλλα [[σημεία]] τών ορθόδοξων ναών για φωτισμό του εσωτερικού τους και ως [[ένδειξη]] [[τιμής]] και ευλάβειας [[προς]] τις ιερές τελετές ή και ως [[σύμβολο]] τών αστέρων του ουρανού, τον οποίο συμβολίζει η [[οροφή]] του ναού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σιγά]] τον πολυέλαιο» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι ένα [[πρόσωπο]] ή ένα [[πράγμα]] [[είναι]] ασήμαντο, ανάξιο λόγου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που παράγει [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] λαδιού, πολύ [[λάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[έλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔλαιον]]). Ο τ. [[πολυέλαιος]], <i>ο</i>, με αρχική [[σημασία]] «πολυκάντηλο» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το σύγχρονο, πολυτελές πολύφωτο. Η γρφ. [[πολυέλεος]] οφείλεται σε εσφαλμένο συσχετισμό της λέξης με το [[πολυέλεος]] (<i>ύμνος</i>), [[επειδή]] οι ύμνοι αυτοί ψάλλονται με αναμμένους τους πολυελαίους του ναού].
|mltxt=-η, -ο / [[πολυέλαιος]], -ον, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. [[πολυέλεος]], -η, -ο, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πολυέλαιος]]<br />α) πολυτελές πολύφωτο το οποίο αναρτάται στην [[οροφή]] αιθουσών ιδιωτικών ή δημόσιων χώρων<br />θ) <b>(λειτ.)</b> πολύφωτο ([[πολυκάνδηλο]], ή [[πολυκήριο]]) αναρτώμενο στο [[κέντρο]] και σε άλλα [[σημεία]] τών ορθόδοξων ναών για φωτισμό του εσωτερικού τους και ως [[ένδειξη]] [[τιμής]] και ευλάβειας [[προς]] τις ιερές τελετές ή και ως [[σύμβολο]] τών αστέρων του ουρανού, τον οποίο συμβολίζει η [[οροφή]] του ναού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σιγά]] τον πολυέλαιο» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι ένα [[πρόσωπο]] ή ένα [[πράγμα]] [[είναι]] ασήμαντο, ανάξιο λόγου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που παράγει [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] λαδιού, πολύ [[λάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[έλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔλαιον]]). Ο τ. [[πολυέλαιος]], <i>ο</i>, με αρχική [[σημασία]] «πολυκάντηλο» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το σύγχρονο, πολυτελές πολύφωτο. Η γρφ. [[πολυέλεος]] οφείλεται σε εσφαλμένο συσχετισμό της λέξης με το [[πολυέλεος]] (<i>ύμνος</i>), [[επειδή]] οι ύμνοι αυτοί ψάλλονται με αναμμένους τους πολυελαίους του ναού].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυέλαιος Medium diacritics: πολυέλαιος Low diacritics: πολυέλαιος Capitals: ΠΟΛΥΕΛΑΙΟΣ
Transliteration A: polyélaios Transliteration B: polyelaios Transliteration C: polyelaios Beta Code: polue/laios

English (LSJ)

ον,

   A owning many oliveyards, X.Vect.5.3.

German (Pape)

[Seite 662] viel Oel gebend, Xen. Vect. 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολυέλαιος: -ον, ὁ παράγων πολὺ ἔλαιον, Ξεν. Πόροι 5. 3. 2) ἴδε πολυέλεος 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit beaucoup d’huile.
Étymologie: πολύς, ἔλαιον.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυέλαιος, -ον, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. πολυέλεος, -η, -ο, Ν
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο πολυέλαιος
α) πολυτελές πολύφωτο το οποίο αναρτάται στην οροφή αιθουσών ιδιωτικών ή δημόσιων χώρων
θ) (λειτ.) πολύφωτο (πολυκάνδηλο, ή πολυκήριο) αναρτώμενο στο κέντρο και σε άλλα σημεία τών ορθόδοξων ναών για φωτισμό του εσωτερικού τους και ως ένδειξη τιμής και ευλάβειας προς τις ιερές τελετές ή και ως σύμβολο τών αστέρων του ουρανού, τον οποίο συμβολίζει η οροφή του ναού
2. φρ. «σιγά τον πολυέλαιο» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα είναι ασήμαντο, ανάξιο λόγου
μσν.-αρχ.
αυτός που παράγει μεγάλη ποσότητα λαδιού, πολύ λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -έλαιος (< ἔλαιον). Ο τ. πολυέλαιος, ο, με αρχική σημασία «πολυκάντηλο» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το σύγχρονο, πολυτελές πολύφωτο. Η γρφ. πολυέλεος οφείλεται σε εσφαλμένο συσχετισμό της λέξης με το πολυέλεος (ύμνος), επειδή οι ύμνοι αυτοί ψάλλονται με αναμμένους τους πολυελαίους του ναού].

Greek Monotonic

πολυέλαιος: -ον (ἔλαιον), αυτός που παράγει άφθονο λάδι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πολυέλαιος: богатый запасами масла Xen.

Middle Liddell

πολυ-έλαιος, ον, ἔλαιον
yielding much oil, Xen.