ινδικός: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(17) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ινδικός]], -ή, -όν, Α θηλ. και [[Ινδίς]]) [[Ινδός]]<br /> <b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς<br /> <b>2.</b> αυτός που προέρχεται από την Ινδία<br /> <b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ινδικός]], -ή, -όν, Α θηλ. και [[Ινδίς]]) [[Ινδός]]<br /> <b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς<br /> <b>2.</b> αυτός που προέρχεται από την Ινδία<br /> <b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ινδικό]](<i>ν</i>)<br /> κυανή [[χρωστική]] [[ουσία]] που εξάγεται από το [[φυτό]] [[ινδικοφόρος]] η βαφική, το [[λουλάκι]]<br /> <b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Ινδική</i><br /> η [[χώρα]] των Ινδών, η Ινδία<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>σπαν.</b><br /> <b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ινδιάνους, στους ερυθροδέρμους<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ινδική [[κάνναβις]]» — [[θάμνος]] [[ιθαγενής]] της Ινδίας, απ' όπου παρασκευάζεται το [[χασίς]]<br /> β) «ινδικά τάγματα» — αγγλικά παράσημα που απονέμονταν ως [[ανταμοιβή]] σε άτομα που προσέφεραν υπηρεσίες στην Ινδία [[κατά]] την [[εποχή]] που ήταν βρετανική [[αποικία]]<br /> γ) «ινδική [[τέχνη]]» — η [[τεχνοτροπία]] της οποίας κύρια χαρακτηριστικά [[είναι]] η [[υπομονή]] και η [[επιτηδειότητα]] στην [[εκτέλεση]]<br /> δ) «[[ινδικό]] [[κάρυο]]» και «ινδοκάρυδο» — [[καρύδα]] του δένδρου κοκκοφοίνικας<br /> ε) «[[ινδικό]] [[χοιρίδιο]]» — [[ινδόχοιρος]]<br /> <b>3.</b> (το θηλ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>η ινδική</i> και <i>τα ινδικά</i><br /> η [[γλώσσα]] που μιλούν οι Ινδοί<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>φρ.</b> «ἰνδικὸν [[φάρμακον]]» <br /> α) [[είδος]] πιπεριού<br /> β) [[είδος]] αλοιφής των ματιών. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ινδικός, -ή, -όν, Α θηλ. και Ινδίς) Ινδός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς
2. αυτός που προέρχεται από την Ινδία
3. το ουδ. ως ουσ. το ινδικό(ν)
κυανή χρωστική ουσία που εξάγεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική, το λουλάκι
4. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Ινδική
η χώρα των Ινδών, η Ινδία
νεοελλ.
σπαν.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ινδιάνους, στους ερυθροδέρμους
2. φρ. α) «ινδική κάνναβις» — θάμνος ιθαγενής της Ινδίας, απ' όπου παρασκευάζεται το χασίς
β) «ινδικά τάγματα» — αγγλικά παράσημα που απονέμονταν ως ανταμοιβή σε άτομα που προσέφεραν υπηρεσίες στην Ινδία κατά την εποχή που ήταν βρετανική αποικία
γ) «ινδική τέχνη» — η τεχνοτροπία της οποίας κύρια χαρακτηριστικά είναι η υπομονή και η επιτηδειότητα στην εκτέλεση
δ) «ινδικό κάρυο» και «ινδοκάρυδο» — καρύδα του δένδρου κοκκοφοίνικας
ε) «ινδικό χοιρίδιο» — ινδόχοιρος
3. (το θηλ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η ινδική και τα ινδικά
η γλώσσα που μιλούν οι Ινδοί
αρχ.
φρ. «ἰνδικὸν φάρμακον»
α) είδος πιπεριού
β) είδος αλοιφής των ματιών.