ικετήσιος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱκετήσιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) <i>Ἱκετήσιος</i><br />ο [[προστάτης]] τών ικετών<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἱκετήσιος]]<br />ο [[ικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ησιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βιοτ</i>-<i>ήσιος</i>, <i>φιλοτ</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=[[ἱκετήσιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) <i>Ἱκετήσιος</i><br />ο [[προστάτης]] τών ικετών<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἱκετήσιος]]<br />ο [[ικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ησιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βιοτ</i>-<i>ήσιος</i>, <i>φιλοτ</i>-<i>ήσιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

ἱκετήσιος, -ία, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) Ἱκετήσιος
ο προστάτης τών ικετών
2. το αρσ. ως ουσ.ἱκετήσιος
ο ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ησιος (πρβλ. βιοτ-ήσιος, φιλοτ-ήσιος)].