συνωνυμία: Difference between revisions
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
(1b) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συνώνυμος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συνώνυμου, [[ταυτότητα]] ή [[ομοιότητα]] του ονόματος<br /><b>2.</b> <b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο παρατίθενται αλλεπάλληλα πολλές λέξεις οι οποίες διαφέρουν ως [[προς]] μερικούς δυσδιάκριτους χαρακτήρες, έχουν όμως την [[ίδια]] [[σχεδόν]] [[σημασία]], όπως λ.χ. στον στίχο του Ευριπίδου: <i>λάβετε φέρετε πέμπετ</i>' <i>ἀείρετέ μου</i>... <i>χειρός</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> η [[σύμπτωση]] τών σημασιών δύο ή περισσότερων λέξεων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «απλή [[συνωνυμία]]» — λέγεται στην [[περίπτωση]] που δύο άνθρωποι έχουν το ίδιο [[επώνυμο]] [[χωρίς]] να υπάρχει [[μεταξύ]] τους συγγενική [[σχέση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομοιότητα]] της σημασίας μιας λέξης με μία [[άλλη]] («ἡ [[συνωνυμία]] τοῡ [[δῶμα]] [ενν. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[συνώνυμος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συνώνυμου, [[ταυτότητα]] ή [[ομοιότητα]] του ονόματος<br /><b>2.</b> <b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο παρατίθενται αλλεπάλληλα πολλές λέξεις οι οποίες διαφέρουν ως [[προς]] μερικούς δυσδιάκριτους χαρακτήρες, έχουν όμως την [[ίδια]] [[σχεδόν]] [[σημασία]], όπως λ.χ. στον στίχο του Ευριπίδου: <i>λάβετε φέρετε πέμπετ</i>' <i>ἀείρετέ μου</i>... <i>χειρός</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> η [[σύμπτωση]] τών σημασιών δύο ή περισσότερων λέξεων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «απλή [[συνωνυμία]]» — λέγεται στην [[περίπτωση]] που δύο άνθρωποι έχουν το ίδιο [[επώνυμο]] [[χωρίς]] να υπάρχει [[μεταξύ]] τους συγγενική [[σχέση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομοιότητα]] της σημασίας μιας λέξης με μία [[άλλη]] («ἡ [[συνωνυμία]] τοῡ [[δῶμα]] [ενν. ὁ [[οἶκος]]», Απολλ. Δύσκ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:15, 14 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A synonym, Arist.Rh.1404b39, Quint.8.3.16; ἡ -ία τοῦ δῶμα, i.e. οἶκος, A.D.Pron.84.19; cf. Demetr.Lac.Herc.1012.22.
Greek (Liddell-Scott)
συνωνῠμία: ἡ, ὁμοιότης ὀνόματος ἢ τῆς σημασίας λέξεώς τινος πρὸς ἄλλην, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 7, κτλ., πρβλ. ὁμωνυμία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
similitude de sens, synonymie.
Étymologie: συνώνυμος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συνώνυμος
1. η ιδιότητα του συνώνυμου, ταυτότητα ή ομοιότητα του ονόματος
2. (ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο παρατίθενται αλλεπάλληλα πολλές λέξεις οι οποίες διαφέρουν ως προς μερικούς δυσδιάκριτους χαρακτήρες, έχουν όμως την ίδια σχεδόν σημασία, όπως λ.χ. στον στίχο του Ευριπίδου: λάβετε φέρετε πέμπετ' ἀείρετέ μου... χειρός
νεοελλ.
1. γλωσσ. η σύμπτωση τών σημασιών δύο ή περισσότερων λέξεων
2. φρ. «απλή συνωνυμία» — λέγεται στην περίπτωση που δύο άνθρωποι έχουν το ίδιο επώνυμο χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους συγγενική σχέση
αρχ.
ομοιότητα της σημασίας μιας λέξης με μία άλλη («ἡ συνωνυμία τοῡ δῶμα [ενν. ὁ οἶκος», Απολλ. Δύσκ.).
Greek Monotonic
συνωνῠμία: ἡ, το να έχει κάποιος το ίδιο όνομα με κάποιον άλλο ή το να έχει μια λέξη την ίδια σημασία με κάποια άλλη, συνωνυμία, ταυτοσημία, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
συνωνῠμία: ἡ синонимия, одноименность Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνωνῠμία -ας, ἡ [συνώνυμος] synonymie.
Middle Liddell
συνωνῠμία, ἡ,
a synonym, Arist. [from συνώνῠμος]