Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κέπφος: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau

Menander, Monostichoi, 110
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κέπφος]]) [[είδος]] θαλάσσιου πτηνού που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] αλκίδες («περὶ τὴν θάλατταν καὶ ἀλκυὼν καὶ κήρυλος... καὶ [[κέπφος]], αἴθνια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελαφρόμυαλος]] [[άνθρωπος]], [[ανόητος]] [[άνθρωπος]] («οὐ γὰρ προσήκει τὴν ἐμαυτοῡ μοι πόλιν εὐεργετεῑν, ὦ κέπφε» (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το [[σύμπλεγμα]] -<i>πφ</i>- οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ίσως να συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>κεμπός</i><br />[[κοῦφος]], [[ἐλαφρός]] [[ἄνθρωπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> και την [[ερμηνεία]] του στο ίδιο το λ.: [[κέπφος]]<br />[[εἶδος]] ὀρνέου κουφοτάτου</i>). Ίσως το [[κέπφος]] να προέκυψε από [[ουσιαστικοποίηση]] ενός αμάρτυρου επιθ. <i>κεπφός</i>].
|mltxt=ο (Α [[κέπφος]]) [[είδος]] θαλάσσιου πτηνού που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] αλκίδες («περὶ τὴν θάλατταν καὶ ἀλκυὼν καὶ κήρυλος... καὶ [[κέπφος]], αἴθνια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελαφρόμυαλος]] [[άνθρωπος]], [[ανόητος]] [[άνθρωπος]] («οὐ γὰρ προσήκει τὴν ἐμαυτοῦ μοι πόλιν εὐεργετεῑν, ὦ κέπφε» (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το [[σύμπλεγμα]] -<i>πφ</i>- οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ίσως να συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>κεμπός</i><br />[[κοῦφος]], [[ἐλαφρός]] [[ἄνθρωπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> και την [[ερμηνεία]] του στο ίδιο το λ.: [[κέπφος]]<br />[[εἶδος]] ὀρνέου κουφοτάτου</i>). Ίσως το [[κέπφος]] να προέκυψε από [[ουσιαστικοποίηση]] ενός αμάρτυρου επιθ. <i>κεπφός</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:30, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέπφος Medium diacritics: κέπφος Low diacritics: κέπφος Capitals: ΚΕΠΦΟΣ
Transliteration A: képphos Transliteration B: kepphos Transliteration C: kepfos Beta Code: ke/pfos

English (LSJ)

ὁ, perh.

   A stormy petrel, Thalassidroma pelagica, Arist.HA 593b14, 620a13, Thphr.Sign.28, Lyc.76, 836, Nic.Al.166.    2 metaph., feather-brained fellow, Ar.Pax1067, Pl.912.

German (Pape)

[Seite 1419] ὁ (nach den Alten mit κοῦφος verwandt), ein Seevogel, procellaria, der sich mit Meerschaum leicht locken u. fangen läßt, Arist. H. A. 9, 35. Dah. ein leichtsinniger, einfältiger, leicht zu berückender Mensch, Gimpel, Ar. Par 1032 Plut. 912; Lycophr. 836. – Bei Hesych. steht auch κεμπός dafür, wie bei Schol. Ar. κέμφος.

Greek (Liddell-Scott)

κέπφος: ὁ, μικρόν τι θαλάσσιον πτηνόν, ὅπερ νῦν παρὰ τοῖς Κυζικηνοῖς ὀνομάζεται κεφκέφ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14., 9. 35, Λυκ. 76. 836· ― μεταφορ., ἐπὶ κούφου ἀνθρώπου καὶ ἀνοήτου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1067, Πλ. 912.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
mouette, oiseau ; fig. homme simple, sot, niais.
Étymologie: DELG obscur ; pê κοῦφος.

Greek Monolingual

ο (Α κέπφος) είδος θαλάσσιου πτηνού που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια αλκίδες («περὶ τὴν θάλατταν καὶ ἀλκυὼν καὶ κήρυλος... καὶ κέπφος, αἴθνια», Αριστοτ.)
αρχ.
ελαφρόμυαλος άνθρωπος, ανόητος άνθρωπος («οὐ γὰρ προσήκει τὴν ἐμαυτοῦ μοι πόλιν εὐεργετεῑν, ὦ κέπφε» (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το σύμπλεγμα -πφ- οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ίσως να συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου κεμπός
κοῦφος, ἐλαφρός ἄνθρωπος (πρβλ. και την ερμηνεία του στο ίδιο το λ.: κέπφος
εἶδος ὀρνέου κουφοτάτου). Ίσως το κέπφος να προέκυψε από ουσιαστικοποίηση ενός αμάρτυρου επιθ. κεπφός].

Greek Monotonic

κέπφος: ὁ, θαλασσινό πουλί· μεταφ., γκαφατζής, κουτορνίθι, χαζός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κέπφος: v. l. κίπφος
1) предполож. буревестник (Procellaria) Arst.;
2) простак, простофиля Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέπφος -ου, ὁ (vogel) stormvogel.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of an unknown water-bird, mostly, but without sufficient ground, identified with the stormy petrel, Thalassidroma pelagica (Arist., Thphr., Lyc., Nic.); also metaph. of a simple man, which can be easily deceived (Ar., Call.).
Derivatives: κεπφόομαι be easily deceived, be simple (LXX, Cic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The word has perhaps an expressive-popular gemination, but is further unknown. A by-form is κεμπός κοῦφος, ἐλαφρὸς ἄνθρωπος H. (Grošelj Živa Ant. 7, 43; cf. the description of the κέπφος in H. : εἶδος ὀρνέου κουφοτάτου κτλ.). - Solmsen IF 30, 7 n. 1 compared Lat. hebes, but the birds name is no coubt primary. On the facts Thompson Birds s. v. - The prenasalized form shows that the word is Pre-Greek. Cf. on κάμπος.

Middle Liddell

κέπφος, ὁ,
a sea-bird:—metaph. a booby, Ar.