οίμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(28)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἶμα]], οἴματος, τὸ (Α)<br />βίαιη [[εφόρμηση]], [[έφοδος]] («αἰετοῡ οἴματ' ἔχων [[μέλανος]] τοῡ θηρητῆρος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλα με το ουσ. [[οἶμα]] μαρτυρείται στον 'Ομηρο ο αόρ. <i>οἰμῆσαι</i>, που προϋποθέτει την ύπαρξη ρήματος [[οἰμάω]]. Η ανώμαλη [[παραγωγή]] του ρήματος [[αυτού]] από το θ. της ονομ. του [[οἶμα]] και όχι από το θ. της γεν. <i>οἰματ</i>- οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι το ρ. [[οἰμάω]] έχει παραχθεί από ένα αμάρτυρο ουσ. <i>οἶ</i>[[σ]]<i>μος</i> (ή [[οἴμη]]). Το ουσ. αυτό θα αντιστοιχούσε ακριβώς με αβεστ. <i>a</i><i>ē</i><i>šma</i>- «[[οργή]], [[θυμός]]» και θα μπορούσε να συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>isyati</i>, <i>isn</i><i>ā</i><i>ti</i> και αβεστ. <i>išyeiti</i> «κινούμαι, [[σπρώχνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ιαίνω]], [[ιερός]]). Ο τ. [[επίσης]] θα μπορούσε να συνδεθεί με λατ. <i>ira</i> «[[οργή]], [[θυμός]]» (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>eis</i><i>ā</i>), <b>πρβλ.</b> [[επίσης]] [[οἶστρος]] και [[ὀϊστός]]. Κατ' άλλους, [[τέλος]], η λ. [[οἶμα]] και το ρ. [[οἰμάω]] συνδέονται με τη λ. [[οἶμος]] «[[δρόμος]], [[οδός]]»].
|mltxt=[[οἶμα]], οἴματος, τὸ (Α)<br />βίαιη [[εφόρμηση]], [[έφοδος]] («αἰετοῦ οἴματ' ἔχων [[μέλανος]] τοῦ θηρητῆρος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλα με το ουσ. [[οἶμα]] μαρτυρείται στον 'Ομηρο ο αόρ. <i>οἰμῆσαι</i>, που προϋποθέτει την ύπαρξη ρήματος [[οἰμάω]]. Η ανώμαλη [[παραγωγή]] του ρήματος [[αυτού]] από το θ. της ονομ. του [[οἶμα]] και όχι από το θ. της γεν. <i>οἰματ</i>- οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι το ρ. [[οἰμάω]] έχει παραχθεί από ένα αμάρτυρο ουσ. <i>οἶ</i>[[σ]]<i>μος</i> (ή [[οἴμη]]). Το ουσ. αυτό θα αντιστοιχούσε ακριβώς με αβεστ. <i>a</i><i>ē</i><i>šma</i>- «[[οργή]], [[θυμός]]» και θα μπορούσε να συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>isyati</i>, <i>isn</i><i>ā</i><i>ti</i> και αβεστ. <i>išyeiti</i> «κινούμαι, [[σπρώχνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ιαίνω]], [[ιερός]]). Ο τ. [[επίσης]] θα μπορούσε να συνδεθεί με λατ. <i>ira</i> «[[οργή]], [[θυμός]]» (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>eis</i><i>ā</i>), <b>πρβλ.</b> [[επίσης]] [[οἶστρος]] και [[ὀϊστός]]. Κατ' άλλους, [[τέλος]], η λ. [[οἶμα]] και το ρ. [[οἰμάω]] συνδέονται με τη λ. [[οἶμος]] «[[δρόμος]], [[οδός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 15 February 2019

Greek Monolingual

οἶμα, οἴματος, τὸ (Α)
βίαιη εφόρμηση, έφοδος («αἰετοῦ οἴματ' ἔχων μέλανος τοῦ θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλα με το ουσ. οἶμα μαρτυρείται στον 'Ομηρο ο αόρ. οἰμῆσαι, που προϋποθέτει την ύπαρξη ρήματος οἰμάω. Η ανώμαλη παραγωγή του ρήματος αυτού από το θ. της ονομ. του οἶμα και όχι από το θ. της γεν. οἰματ- οδήγησε στην υπόθεση ότι το ρ. οἰμάω έχει παραχθεί από ένα αμάρτυρο ουσ. οἶσμοςοἴμη). Το ουσ. αυτό θα αντιστοιχούσε ακριβώς με αβεστ. aēšma- «οργή, θυμός» και θα μπορούσε να συνδεθεί με αρχ. ινδ. isyati, isnāti και αβεστ. išyeiti «κινούμαι, σπρώχνω» (πρβλ. ιαίνω, ιερός). Ο τ. επίσης θα μπορούσε να συνδεθεί με λατ. ira «οργή, θυμός» (πιθ. < eisā), πρβλ. επίσης οἶστρος και ὀϊστός. Κατ' άλλους, τέλος, η λ. οἶμα και το ρ. οἰμάω συνδέονται με τη λ. οἶμος «δρόμος, οδός»].