ναυσίστονος: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(1ba) |
mNo edit summary |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ναυσίστονος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ναυσίστονος]] [[ὕβρις]]» — αξιοθρήνητη [[απώλεια]] πλοίων, στεναγμοί και γόοι που ακούγονται από πλοία εξαιτίας ήττας σε [[ναυμαχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ναυσί</i> του [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[στόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στένω]] «[[στενάζω]]»), <b>πρβλ.</b> | |mltxt=[[ναυσίστονος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ναυσίστονος]] [[ὕβρις]]» — αξιοθρήνητη [[απώλεια]] πλοίων, στεναγμοί και γόοι που ακούγονται από πλοία εξαιτίας ήττας σε [[ναυμαχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ναυσί</i> του [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[στόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στένω]] «[[στενάζω]]»), <b>πρβλ.</b> [[αλίστονος]], [[βαρύστονος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:12, 23 February 2019
English (LSJ)
ὕβρις, the
A lamentable loss of the ships, Pi.P.1.72.
German (Pape)
[Seite 232] ὕβρις, die jammervolle Schmach der Schiffe, Pind. P. 1, 72.
Greek (Liddell-Scott)
ναυσίστονος: ὕβρις, ἡ ἀξιοθρήνητος ἀπώλεια τῶν πλοίων, Πινδ. Π. 1. 140.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait gémir les vaisseaux.
Étymologie: ναῦς, στένω.
English (Slater)
ναυσίστονος, -ον
1 bringing lamentation upon their ships ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς, ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας (contra Fränkel, D & P, 520̆{24}) (P. 1.72)
Greek Monolingual
ναυσίστονος, -ον (Α)
φρ. «ναυσίστονος ὕβρις» — αξιοθρήνητη απώλεια πλοίων, στεναγμοί και γόοι που ακούγονται από πλοία εξαιτίας ήττας σε ναυμαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + στόνος (< στένω «στενάζω»), πρβλ. αλίστονος, βαρύστονος].
Greek Monotonic
ναυσίστονος: -ον, άξιος θρήνου για την απώλεια πλοίων, ναυσίστονος ὕβρις, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ναυσίστονος: вызывающий стон на кораблях, повергающий мореплавателей в скорбь (ὕβρις Pind.).
Middle Liddell
ναυσί-στονος, ον
lamentable to ships, Pind.