λα-: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(22)
(2a)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=λα- (Α)<br />προθεματικό επιτατικό [[μόριο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζα</i>-) άγνωστης ετυμολ. που απαντά σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λα</i>-[[κατάρατος]] λα</i>-[[καταπύγων]], <i>λα</i>-<i>πτυήρ</i>, <i>λα</i>-<i>φονοι</i>, <i>λά</i>-<i>μαχος</i>). Το [[μόριο]] εμφανίζεται και με τη [[μορφή]] <i>λαι</i>(<i>σ</i>)- [[κυρίως]] σε ανθρωπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Λαι</i>-<i>κλῆς</i>, <i>Λαί</i>-<i>στρατος</i>). Για τη [[σχέση]] [[μεταξύ]] <i>λαι</i>- και <i>λα</i>- <b>[[πρβλ]].</b> [[ἰθαγενής]]: <i>ἰθαι</i>-<i>γενής</i>. Παραμένει αβέβαιο αν το -<i>α</i>- του μορίου [[είναι]] μακρό ή βραχύ.
|mltxt=λα- (Α)<br />προθεματικό επιτατικό [[μόριο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζα</i>-) άγνωστης ετυμολ. που απαντά σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λα</i>-[[κατάρατος]] λα</i>-[[καταπύγων]], <i>λα</i>-<i>πτυήρ</i>, <i>λα</i>-<i>φονοι</i>, <i>λά</i>-<i>μαχος</i>). Το [[μόριο]] εμφανίζεται και με τη [[μορφή]] <i>λαι</i>(<i>σ</i>)- [[κυρίως]] σε ανθρωπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Λαι</i>-<i>κλῆς</i>, <i>Λαί</i>-<i>στρατος</i>). Για τη [[σχέση]] [[μεταξύ]] <i>λαι</i>- και <i>λα</i>- <b>[[πρβλ]].</b> [[ἰθαγενής]]: <i>ἰθαι</i>-<i>γενής</i>. Παραμένει αβέβαιο αν το -<i>α</i>- του μορίου [[είναι]] μακρό ή βραχύ.
}}
{{FriskDe
|ftr='''λα-''': {la-}<br />'''Meaning''': verstärkendes Präfix,<br />'''Composita''' : nur in vereinzelten und seltenen Wörtern: [[λακαταπύγων]] (Ar. ''Ach''. 664, λα- rhythm. gedehnt ?), [[λακατάρατος]] (Phot.; λακκ- cod.), [[λαπτυήρ]]· [[σφοδρῶς]] πτύων, [[λάφωνοι]]· [[λίαν]] ἄφωνοι H.; auch [[λαι-]] in PN, z. B. Λαικλῆς, [[Λαισποδίας]] (Bechtel Hist. Personennamen 273, Herrn. 50, 317); λαισ- in [[λαίσπαις]]· [[βούπαις]]. [[Λευκάδιοι]] H.; λι- in [[λιπόνηρος]]· [[λίαν]] [[πονηρός]] H.; vgl. zu [[λίαν]].<br />'''Etymology''' : Verfehlte oder unsichere Kombinationen ([[λάγνος]], [[λαιψηρός]] u. a.) bei Prellwitz Glotta 19, 116ff.<br />'''Page''' 2,64
}}
}}

Revision as of 15:20, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱ Medium diacritics: λα- Low diacritics: λα- Capitals: ΛΑ-
Transliteration A: la- Transliteration B: la- Transliteration C: la- Beta Code: la

English (LSJ)

insep. Prefix with

   A intensive force, as in λακαταπύγων, λακατάρατος; cf. also λαί-μαργος.

Greek Monolingual

λα- (Α)
προθεματικό επιτατικό μόριο (πρβλ. ζα-) άγνωστης ετυμολ. που απαντά σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων (πρβλ. λα-κατάρατος λα-καταπύγων, λα-πτυήρ, λα-φονοι, λά-μαχος). Το μόριο εμφανίζεται και με τη μορφή λαι(σ)- κυρίως σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Λαι-κλῆς, Λαί-στρατος). Για τη σχέση μεταξύ λαι- και λα- πρβλ. ἰθαγενής: ἰθαι-γενής. Παραμένει αβέβαιο αν το -α- του μορίου είναι μακρό ή βραχύ.

Frisk Etymology German

λα-: {la-}
Meaning: verstärkendes Präfix,
Composita : nur in vereinzelten und seltenen Wörtern: λακαταπύγων (Ar. Ach. 664, λα- rhythm. gedehnt ?), λακατάρατος (Phot.; λακκ- cod.), λαπτυήρ· σφοδρῶς πτύων, λάφωνοι· λίαν ἄφωνοι H.; auch λαι- in PN, z. B. Λαικλῆς, Λαισποδίας (Bechtel Hist. Personennamen 273, Herrn. 50, 317); λαισ- in λαίσπαις· βούπαις. Λευκάδιοι H.; λι- in λιπόνηρος· λίαν πονηρός H.; vgl. zu λίαν.
Etymology : Verfehlte oder unsichere Kombinationen (λάγνος, λαιψηρός u. a.) bei Prellwitz Glotta 19, 116ff.
Page 2,64