Ἰταλικός: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
m (Text replacement - "Beta Code=*" to "Beta Code=*") |
(c1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Ἰτᾰλικός:''' (ῑτ) италийский Plat.: αἵρησις [[Ἰταλική]] Plut. = [[Ἰταλική]] 1. | |elrutext='''Ἰτᾰλικός:''' (ῑτ) италийский Plat.: αἵρησις [[Ἰταλική]] Plut. = [[Ἰταλική]] 1. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':'ItalikÒj 衣他利可士<p>'''詞類次數''':專有名詞(1)<p>'''原文字根''':意大利的<p>'''字義溯源''':義大利的;源自([[Ἰταλία]])=義大利)<p/>'''出現次數''':總共(1);徒(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 義大利(1) 徒10:1 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 2 October 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A Italian, Pl.Lg.659b, etc.; αἵρεσις Placit. 1.3.9; σπεῖρα, = Cohors Italica, Act.Ap.10.1; Ἰταλικοί, οἱ, Italians resident at Delos, SIG726.4 (i B.C.), etc.:—pecul. fem. Ἰτᾰλ-ίς, ίδος [ῑ], AP7.373 (Thall.); ἡ Ἰταλίς (sc. γῆ), = Ἰταλία, D.C.54.22 codd. Ἰτᾰλ-ιώτης, ου, ὁ, Greek inhabitant of Italy, Hdt.4.15, Th.6.44, etc.; cf. Σικελιώτης:—fem. Ἰτᾰλ-ιῶτις, ιδος, Adj.Italian, νῆες, πόλεις, Th.8.91, Str.5.4.4: Adj. Ἰτᾰλ-ιωτικός, ή, όν, Pl.Ep.326b, Luc.Hist. Conscr.15.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰταλικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ Σικελικός τε καὶ Ἰταλικὸς νόμος Πλάτ. Νόμ. 659Β, κτλ· - ἀνώμαλ. θηλ. Ἰταλίς, ίδος, Ἰταλὶς ὠκυμόρους ἀμφεκάλυψε κόνις Ἀνθ. Π. 7. 373· ἡ Ἰταλὶς (δηλ. γῆ) Ἰταλία, Δίων Κ. 54. 22.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. adj. d’Italie, italien ; αἴρεσις Ἰταλική la philosophie italique, càd pythagoricienne;
II. ἡ Ἰταλική (χώρα) l’Italie, les Italiens.
Étymologie: Ἰταλία.
English (Strong)
from Ἰταλία; Italic, i.e. belonging to Italia: Italian.
English (Thayer)
Ἰταλικη, Ἰταλικον (Ἰταλία) (from Plato down), Italian: σπεῖρα Ἰταλικη, the Italian cohort (composed of Italian, not provincial, soldiers), Schürer, in the Zeitschrift f. wissensch. Theol. for 1875, p. 422ff; (Hackett, in B. D. American edition under the word <TOPIC:Italian Band>).
Russian (Dvoretsky)
Ἰτᾰλικός: (ῑτ) италийский Plat.: αἵρησις Ἰταλική Plut. = Ἰταλική 1.
Chinese
原文音譯:'ItalikÒj 衣他利可士詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:意大利的
字義溯源:義大利的;源自(Ἰταλία)=義大利)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 義大利(1) 徒10:1