μισθαποδότης: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(c2)
(cc2)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=μισθαποδοτησου, ὁ ([[μισθός]] and [[ἀποδίδωμι]]; cf. the [[μισθοδότης]] of the Greek writings) (Vulg. remunerator); [[one]] [[who]] pays wages, a rewarder: Hebrews 11:6. (Several times in ecclesiastical writings.)  
|txtha=μισθαποδοτησου, ὁ ([[μισθός]] and [[ἀποδίδωμι]]; cf. the [[μισθοδότης]] of the Greek writings) (Vulg. remunerator); [[one]] [[who]] pays wages, a rewarder: Hebrews 11:6. (Several times in ecclesiastical writings.)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':misqapodÒthj 米士特-阿坡-多帖士<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':雇用-從-給(者)<p>'''字義溯源''':賞賜者,酬勞者;由([[μισθόω]])=雇佣)與([[ἀποδίδωμι]])=贈送)組成;其中 ([[μισθόω]])出自([[μισθός]])*=工資),而 ([[ἀποδίδωμι]])又由([[ἀπό]] / [[ἀπαρτί]] / [[ἀποπέμπω]])*=從,出,離)與([[διδῶ]] / [[δίδωμι]])*=給)組成。參讀 ([[μισθός]])同源字<p/>'''出現次數''':總共(1);來(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 賞賜者(1) 來11:6
|sngr='''原文音譯''':misqapodÒthj 米士特-阿坡-多帖士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':雇用-從-給(者)<br />'''字義溯源''':賞賜者,酬勞者;由([[μισθόω]])=雇佣)與([[ἀποδίδωμι]])=贈送)組成;其中 ([[μισθόω]])出自([[μισθός]])*=工資),而 ([[ἀποδίδωμι]])又由([[ἀπό]] / [[ἀπαρτί]] / [[ἀποπέμπω]])*=從,出,離)與([[διδῶ]] / [[δίδωμι]])*=給)組成。參讀 ([[μισθός]])同源字<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 賞賜者(1) 來11:6
}}
}}

Revision as of 14:01, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαποδότης Medium diacritics: μισθαποδότης Low diacritics: μισθαποδότης Capitals: ΜΙΣΘΑΠΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: misthapodótēs Transliteration B: misthapodotēs Transliteration C: misthapodotis Beta Code: misqapodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who pays wages, rewarder, ib.11.6.

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, der den schuldigen Lohn Abtragende, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μισθᾰποδότης: -ου, ὁ, ὁ ἀποδιδοὺς τὸν μισθόν, ὁ ἀνταμείβων, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ΙΑ΄, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui paie un salaire dû, une juste rétribution.
Étymologie: μισθός, ἀποδίδωμι.

English (Strong)

from μισθόω and ἀποδίδωμι; a renumerator: rewarder.

English (Thayer)

μισθαποδοτησου, ὁ (μισθός and ἀποδίδωμι; cf. the μισθοδότης of the Greek writings) (Vulg. remunerator); one who pays wages, a rewarder: Hebrews 11:6. (Several times in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

μισθαποδότης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που καταβάλλει μισθό, που ανταμείβει
μσν.
(για τον θεό) αυτός που ανταμείβει στη μέλλουσα ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀποδότης (< ἀποδίδωμι), πρβλ. προ-αποδότης].

Greek Monotonic

μισθᾰποδότης: -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθό, που ανταμείβει, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μισθαποδότης: ου ὁ воздающий (по заслугам) NT.

Middle Liddell

μισθ-ᾰποδότης, ου, ὁ,
one who pays wages, a rewarder, NTest.

Chinese

原文音譯:misqapodÒthj 米士特-阿坡-多帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:雇用-從-給(者)
字義溯源:賞賜者,酬勞者;由(μισθόω)=雇佣)與(ἀποδίδωμι)=贈送)組成;其中 (μισθόω)出自(μισθός)*=工資),而 (ἀποδίδωμι)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成。參讀 (μισθός)同源字
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 賞賜者(1) 來11:6