χείμαρρος: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(c2) |
(cc2) |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':ce⋯ma¸?oj 黑馬-而羅士< | |sngr='''原文音譯''':ce⋯ma¸?oj 黑馬-而羅士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':冬天-湧出<br />'''字義溯源''':暴風雨-急流溪,溪,谷;由([[χειμών]])=暴風雨)與([[ῥέω]])*=流)組成,其中 ([[χειμών]])出自([[Χερούβ]])X*=灌注,流出)<br />'''出現次數''':總共(1);約(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 溪(1) 約18:1 | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 3 October 2019
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. χειμάρροος;
ὁ χείμαρρος, c. χειμάρροος.
Greek Monolingual
ο / χείμαρρος, -ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, -ουν και ασυναίρ. -οος, -οον, Α
το αρσ. ως ουσ.
1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται πρόσκαιρα, συνήθως σε ορεινές περιοχές, και οφείλεται στις δυνατές και παρατεταμένες βροχές ή στο λειώσιμο του χιονιού
2. μτφ. (σε παρομοίωση) ορμητικός, ασταμάτητος (α. «έπεσε σαν χείμαρρος επάνω του
β. «ὥσπερ χείμαρρους ἄν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε», Δημοσθ.
γ. «πλεκτάνη χειμάρροος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) ευφραδής («όταν μιλάει στη βουλή, είναι σωστός χείμαρρος»)
αρχ.
1. αυτός που ρέει κατά τον χειμώνα
2. το αρσ. ως ουσ. α) ποτάμιο ρεύμα ή ποταμός
β) αγωγός νερού, οχετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + -ρρους /-ρροος / -ρρος (< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. αἱμό-ρροος, κατά-ρρους].
Chinese
原文音譯:ce⋯ma¸?oj 黑馬-而羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:冬天-湧出
字義溯源:暴風雨-急流溪,溪,谷;由(χειμών)=暴風雨)與(ῥέω)*=流)組成,其中 (χειμών)出自(Χερούβ)X*=灌注,流出)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 溪(1) 約18:1