выжидать: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπαγρυπνέω]], [[ἐπέχω]], [[διαπαιδαγωγέω]], [[καιροτηρέω]], [[ἀποτηρέω]], [[ἐπαναμένω]], [[ἐπαμμένω]], [[περιμένω]], [[καταμέλλω]], [[ἀναμένω]], [[ἀναμίμνω]], [[ἀμμένω]], [[ἀπεκδέχομαι]], [[περιοράω]], [[ἐπιμένω]], [[ἐπιφυλάσσω]], [[ἐπιφυλάττω]], [[καιροφυλακέω]], [[παρεξίημι]], [[ἐφεδρεύω]] | |rueltext=[[ἐπιτηρέω]], [[εὔχομαι]], [[ἐπαγρυπνέω]], [[ἐπέχω]], [[διαπαιδαγωγέω]], [[καιροτηρέω]], [[ἀποτηρέω]], [[ἐπαναμένω]], [[ἐπαμμένω]], [[περιμένω]], [[καταμέλλω]], [[ἀναμένω]], [[ἀναμίμνω]], [[ἀμμένω]], [[ἀπεκδέχομαι]], [[περιοράω]], [[ἐπιμένω]], [[ἐπιφυλάσσω]], [[ἐπιφυλάττω]], [[καιροφυλακέω]], [[παρεξίημι]], [[ἐφεδρεύω]], [[ἐκδέχομαι]], [[προσδέχομαι]], [[δέχομαι]], [[εὐλαβέομαι]], [[τηρέω]], [[φυλάσσω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐπιτηρέω, εὔχομαι, ἐπαγρυπνέω, ἐπέχω, διαπαιδαγωγέω, καιροτηρέω, ἀποτηρέω, ἐπαναμένω, ἐπαμμένω, περιμένω, καταμέλλω, ἀναμένω, ἀναμίμνω, ἀμμένω, ἀπεκδέχομαι, περιοράω, ἐπιμένω, ἐπιφυλάσσω, ἐπιφυλάττω, καιροφυλακέω, παρεξίημι, ἐφεδρεύω, ἐκδέχομαι, προσδέχομαι, δέχομαι, εὐλαβέομαι, τηρέω, φυλάσσω