утверждать: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἰσχυρίζομαι]], [[φάσκω]], [[μυθέω]], [[θεμελιόω]], [[ἐκβεβαιόομαι]], [[κατακυρόω]], [[δογματίζω]], [[μαρτύρομαι]], [[ἐπισφραγίζομαι]], [[καταχράομαι]], [[δοκιμάζω]], [[στεῦμαι]], [[καταρριζόω]], [[στηρίζω]], [[ἐπικυρόω]], [[κατάφημι]], [[ἐπιβεβαιόω]], [[κυρόω]], [[καταβεβαιόομαι]] | |rueltext=[[κατηγορέω]], [[φέρω]], [[σφραγίζω]], [[πήγνυμι]], [[ἀμφισβητέω]], [[ἰσχυρίζομαι]], [[φάσκω]], [[μυθέω]], [[θεμελιόω]], [[ἐκβεβαιόομαι]], [[κατακυρόω]], [[δογματίζω]], [[μαρτύρομαι]], [[ἐπισφραγίζομαι]], [[καταχράομαι]], [[δοκιμάζω]], [[στεῦμαι]], [[καταρριζόω]], [[στηρίζω]], [[ἐπικυρόω]], [[κατάφημι]], [[ἐπιβεβαιόω]], [[κυρόω]], [[καταβεβαιόομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 15 October 2019
Russian > Greek
κατηγορέω, φέρω, σφραγίζω, πήγνυμι, ἀμφισβητέω, ἰσχυρίζομαι, φάσκω, μυθέω, θεμελιόω, ἐκβεβαιόομαι, κατακυρόω, δογματίζω, μαρτύρομαι, ἐπισφραγίζομαι, καταχράομαι, δοκιμάζω, στεῦμαι, καταρριζόω, στηρίζω, ἐπικυρόω, κατάφημι, ἐπιβεβαιόω, κυρόω, καταβεβαιόομαι