восстанавливать: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
(1) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐγείρω]], [[καταρτίζω]], [[ἀνορθόω]], [[διαστασιάζω]], [[ἐπόρνυμι]], [[ἐπορνύω]], [[ἐποικοδομέω]], [[ἀνανεόομαι]], [[ἀννεόομαι]], [[ἀποκαθίστημι]], [[ἐπαναστέλλω]], [[ἀνατειχίζω]], [[ἐπανορθόω]], [[ἐπισκευάζω]], [[διορθόω]], [[ἐξοικοδομέω]], [[νεόω]], [[ἀνοικοδομέω]], [[ἀναπλάσσω]], [[ἀναπλάττω]], [[ὑποστρέφω]], [[ἐκπολεμόω]], [[ἐκζωπυρέω]], [[προσαναλαμβάνω]], [[ἀνασῴζω]], [[ἀντοικοδόμεω]] | |rueltext=[[αἴρω]], [[ἐγείρω]], [[καταρτίζω]], [[ἀνορθόω]], [[διαστασιάζω]], [[ἐπόρνυμι]], [[ἐπορνύω]], [[ἐποικοδομέω]], [[ἀνανεόομαι]], [[ἀννεόομαι]], [[ἀποκαθίστημι]], [[ἐπαναστέλλω]], [[ἀνατειχίζω]], [[ἐπανορθόω]], [[ἐπισκευάζω]], [[διορθόω]], [[ἐξοικοδομέω]], [[νεόω]], [[ἀνοικοδομέω]], [[ἀναπλάσσω]], [[ἀναπλάττω]], [[ὑποστρέφω]], [[ἐκπολεμόω]], [[ἐκζωπυρέω]], [[προσαναλαμβάνω]], [[ἀνασῴζω]], [[ἀντοικοδόμεω]], [[ἀποδίδωμι]], [[ἀναπληρόω]], [[ἀνάγω]], [[ἀνίστημι]], [[συνίστημι]], [[ὀρθόω]], [[ἀναλαμβάνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 15 October 2019
Russian > Greek
αἴρω, ἐγείρω, καταρτίζω, ἀνορθόω, διαστασιάζω, ἐπόρνυμι, ἐπορνύω, ἐποικοδομέω, ἀνανεόομαι, ἀννεόομαι, ἀποκαθίστημι, ἐπαναστέλλω, ἀνατειχίζω, ἐπανορθόω, ἐπισκευάζω, διορθόω, ἐξοικοδομέω, νεόω, ἀνοικοδομέω, ἀναπλάσσω, ἀναπλάττω, ὑποστρέφω, ἐκπολεμόω, ἐκζωπυρέω, προσαναλαμβάνω, ἀνασῴζω, ἀντοικοδόμεω, ἀποδίδωμι, ἀναπληρόω, ἀνάγω, ἀνίστημι, συνίστημι, ὀρθόω, ἀναλαμβάνω