обманывать: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[κρητίζω]], [[ἠπεροπεύω]], [[ἐμπορεύομαι]], [[ψευδοποιέω]], [[μαγγανεύω]], [[δολόω]], [[κεπφόω]], [[ὑποκλέπτω]], [[διαλυμαίνομαι]], [[ἀτέμβω]], [[χρεωκοπέω]], [[διαψεύδω]], [[ψεύδω]], [[ἀπατάω]], [[φηλόω]], [[φενακίζω]], [[ἐξηπεροπεύω]], [[παραπατάω]], [[παραλογίζομαι]], [[ποιμαίνω]], [[καταπολιτεύομαι]], [[ὑποσκελίζω]], [[ἀπεμπολάω]], [[ἀπεμπολέω]], [[συλεύω]], [[ἀπομύσσω]], [[ἀπομύττω]] | |rueltext=[[διαβάλλω]], [[ἐκκλέπτω]], [[ὑπάγω]], [[κρητίζω]], [[ἠπεροπεύω]], [[ἐμπορεύομαι]], [[ψευδοποιέω]], [[μαγγανεύω]], [[δολόω]], [[κεπφόω]], [[ὑποκλέπτω]], [[διαλυμαίνομαι]], [[ἀτέμβω]], [[χρεωκοπέω]], [[διαψεύδω]], [[ψεύδω]], [[ἀπατάω]], [[φηλόω]], [[φενακίζω]], [[ἐξηπεροπεύω]], [[παραπατάω]], [[παραλογίζομαι]], [[ποιμαίνω]], [[καταπολιτεύομαι]], [[ὑποσκελίζω]], [[ἀπεμπολάω]], [[ἀπεμπολέω]], [[συλεύω]], [[ἀπομύσσω]], [[ἀπομύττω]], [[καπηλεύω]], [[κρούω]], [[βουκολέω]], [[θάλπω]], [[παραβάλλω]], [[προδίδωμι]], [[στρατηγέω]], [[σοφίζομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 15 October 2019
Russian > Greek
διαβάλλω, ἐκκλέπτω, ὑπάγω, κρητίζω, ἠπεροπεύω, ἐμπορεύομαι, ψευδοποιέω, μαγγανεύω, δολόω, κεπφόω, ὑποκλέπτω, διαλυμαίνομαι, ἀτέμβω, χρεωκοπέω, διαψεύδω, ψεύδω, ἀπατάω, φηλόω, φενακίζω, ἐξηπεροπεύω, παραπατάω, παραλογίζομαι, ποιμαίνω, καταπολιτεύομαι, ὑποσκελίζω, ἀπεμπολάω, ἀπεμπολέω, συλεύω, ἀπομύσσω, ἀπομύττω, καπηλεύω, κρούω, βουκολέω, θάλπω, παραβάλλω, προδίδωμι, στρατηγέω, σοφίζομαι