δυσπονής: Difference between revisions
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysponis | |Transliteration C=dysponis | ||
|Beta Code=dusponh/s | |Beta Code=dusponh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[toilsome]], δυσπονέος καμάτοιο <span class="bibl">Od.5.493</span>. Adv. -έως <span class="bibl">Max.194</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:29, 28 June 2020
English (LSJ)
ές,
A toilsome, δυσπονέος καμάτοιο Od.5.493. Adv. -έως Max.194.
German (Pape)
[Seite 687] ές, Homer einmal, Odyss. 5, 493 ἵνα μιν παύσειε τάχιστα δυσπονέος καμάτοιο, die durchschwere Arbeitbewirkte Ermüdung, s. s. v. v. πόνος, πονέω, πένομαι. Bei Plutarch. Vit. et poes. Hom. B cap. 207 wird die Stelle Odyss. 5, 493 so angeführt; ἵνα μιν παύσειε τάχιστα δυσπραγέος καμάτοιο, wobei -γέος mit Synizese zu lesen.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπονής: -ές, κοπώδης, ἐπίπονος, δυσπονέος καμάτοιο Ὀδ. Ε. 493.- Ἐπίρρ. -έως, Μάξ. π. κ. 194.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. δύσπονος.
Spanish (DGE)
-ές
1 penoso, fatigoso κάματος Od.5.493.
2 adv. -έως penosamente, con esfuerzo δ. γάρ μιν Παιήονος ἔργα σαώσοι Max.194.
Greek Monolingual
δυσπονής, -ές (AM)
κοπιαστικός, επίπονος.
Greek Monotonic
δυσπονής: -ές (πονέω), κοπιώδης, επίμονος, αυτός που απαιτεί μόχθο, κοπιαστικός, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπονής: вызванный тяжелой работой (κάματος Hom.).