σπουδαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spoudastikos
|Transliteration C=spoudastikos
|Beta Code=spoudastiko/s
|Beta Code=spoudastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">zealous, earnest</b>, opp. <b class="b3">φιλοπαίσμων</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>452e</span>; σπουδαστικώτεροι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1391a25</span>. Adv. -κῶς, ἔχειν Plu.2.613a.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[zealous]], [[earnest]], opp. <b class="b3">φιλοπαίσμων</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>452e</span>; σπουδαστικώτεροι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1391a25</span>. Adv. -κῶς, ἔχειν Plu.2.613a.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:10, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαστικός Medium diacritics: σπουδαστικός Low diacritics: σπουδαστικός Capitals: ΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: spoudastikós Transliteration B: spoudastikos Transliteration C: spoudastikos Beta Code: spoudastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A zealous, earnest, opp. φιλοπαίσμων, Pl.R.452e; σπουδαστικώτεροι Arist.Rh.1391a25. Adv. -κῶς, ἔχειν Plu.2.613a.

German (Pape)

[Seite 925] eifrig, ernsthaft; Ggstz φιλοπαίσμων, Plat. Rep. V, 452 e; σπουδαστικῶς ἔχειν, Plut. Symp. 1, 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαστικός: -ή, -όν, ζηλωτής, πρόθυμος, δραστήριος, ἀντίθετον τῷ φιλοπαίγμων, Πλάτ. Πολ. 452Ε· σπουδαστικώτεροι Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 3. - Ἐπίρρ., σπουδαστικῶς ἔχειν Πλούτ. 2. 613Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
grave, sérieux;
Cp. σπουδαστικώτερος.
Étymologie: σπουδάζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπουδαστικός, -ή, -όν, ΝΑ σπουδαστός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σπουδές ή στους σπουδαστές
2. το ουδ. ως ουσ. «το σπουδαστικό»
(στο παρελθόν) ειδική υπηρεσία της ασφάλειας που είχε ως κύρια αποστολή της την παρακολούθηση τών σπουδαστών στα σχολεία και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας
αρχ.
πρόθυμος, μεθοδικός.
επίρρ...
σπουδαστικῶς Α
με ζήλο, με προθυμία.

Greek Monotonic

σπουδαστικός: -ή, -όν, αυτός που επιδεικνύει ζήλο, πρόθυμος, σοβαρός, επιμελής, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπουδαστικός -ή -όν [σπουδάζω] serieus, ernstig.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαστικός: серьезный, основательный Plat., Arst.

Middle Liddell

σπουδαστικός, ή, όν [from σπουδαστής
zealous, earnest, serious, Plat.