ὠφέλημα: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ofelima | |Transliteration C=ofelima | ||
|Beta Code=w)fe/lhma | |Beta Code=w)fe/lhma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">a useful</b> or <b class="b2">serviceable thing, service, benefit</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>251</span>; <b class="b3">ἀνθρώποισιν ὠφελήματα</b> ib.<span class="bibl">501</span>; of a person, <b class="b3">ὦ κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς</b> ib.<span class="bibl">613</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>703</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">ὠφελήματα</b> <b class="b2">things good in themselves</b>, e.g. harmony, goodwill, opp. <b class="b3">εὐχρηστήματα</b>, <span class="title">Stoic.</span>3.23, cf.136. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> generally, | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">a useful</b> or <b class="b2">serviceable thing, service, benefit</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>251</span>; <b class="b3">ἀνθρώποισιν ὠφελήματα</b> ib.<span class="bibl">501</span>; of a person, <b class="b3">ὦ κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς</b> ib.<span class="bibl">613</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>703</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">ὠφελήματα</b> <b class="b2">things good in themselves</b>, e.g. harmony, goodwill, opp. <b class="b3">εὐχρηστήματα</b>, <span class="title">Stoic.</span>3.23, cf.136. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> generally, [[use]], [[advantage]], [[profit]], τί δῆτα δόξης . . ὠ. γίγνεται; <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>259</span>, cf. <span class="bibl">X. <span class="title">Hier.</span>10.3</span>; ὠφελήματα πατρίδος <span class="bibl">Id.<span class="title">Ages.</span>7.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:05, 30 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A a useful or serviceable thing, service, benefit, A.Pr.251; ἀνθρώποισιν ὠφελήματα ib.501; of a person, ὦ κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς ib.613, cf. E.Tr.703. 2 ὠφελήματα things good in themselves, e.g. harmony, goodwill, opp. εὐχρηστήματα, Stoic.3.23, cf.136. II generally, use, advantage, profit, τί δῆτα δόξης . . ὠ. γίγνεται; S.OC259, cf. X. Hier.10.3; ὠφελήματα πατρίδος Id.Ages.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
ὠφέλημα: τό, πρᾶγμα χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον, ὠφέλεια, κέρδος, Αἰσχύλ. Πρ. 251· ἀνθρώποισιν ὠφελήματα αὐτόθι 501· ἐπὶ προσώπου, ω κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανεὶς αὐτόθ 614, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ 698. ΙΙ. καθόλου, ὠφέλεια, κέρδος, τί δῆτα δόξης... ὠφ. γίγνεται; Σοφ. Ο. Κ. 260, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 10, 3· ὠφελήματα πατρίδος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 7, 2· ὠφέλημ’ ἔχει τινί, εἶναι χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον εἴς τινα, Κωμ. Ἀνώνυμ. 16.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce qui rend service, chose avantageuse, source de profit, bienfait ; en parl. de pers. bienfaiteur;
2 utilité, avantage, profit.
Étymologie: ὠφελέω.
Greek Monolingual
-ήματος, το / ὠφέλημα, ΝΑ ωφελώ
ωφέλεια
νεοελλ.
στον πληθ. τα ωφελήματα
(νομ.) οι καρποί ενός πράγματος ή ενός δικαιώματος, αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος
αρχ.
1. (γενικά) κάθε υλικό ή ηθικό κέρδος
2. φρ. «ὠφέλημα ἔχειν τινί» — είναι ωφέλιμο σε κάποιον (Κωμ. Αδέσπ.).
Greek Monotonic
ὠφέλημα: -ατος, τό,
I. χρήσιμο ή ωφέλιμο πράγμα, ωφέλεια, κέρδος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. γενικά, ωφέλεια, πλεονέκτημα, κέρδος, σε Σοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὠφέλημα: ατος τό
1) польза, помощь, благодеяние (ἀνθρώποισιν ὠφελήματα Aesch.): τί δόξης ὠ. γίγνεται; Soph. что пользы в молве?; τὰ ὠφελήματα τῆς πατρίδος Xen. благодеяния отечества;
2) благодетель: κοινὸν ὠ. θνητοῖσιν Aesch. благодетель рода человеческого.
Middle Liddell
ὠφέλημα, ατος, τό, from ὠφελέω
I. a useful or serviceable thing, a service, benefit, Aesch., Eur.
II. generally, use, advantage, profit, Soph., Xen.