συνεπιμελέομαι: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synepimeleomai
|Transliteration C=synepimeleomai
|Beta Code=sunepimele/omai
|Beta Code=sunepimele/omai
|Definition=or συνεπι-μέλομαι, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">join in taking care of</b> or <b class="b2">attending to</b>, τινος <span class="bibl">Th.8.39</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.Mag.</span>1.8</span>, etc.; <b class="b3">τῆς στρατιᾶς</b> <b class="b2">have joint charge of</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>6.1.22</span>; σ. μεθ' ἡμῶν προσήκει <span class="bibl">D. 48.5</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>49.3</span>; συνεπιμέλεσθαι δὲ αὐτῷ καὶ τοὺς στρατηγούς <span class="title">IG</span>12.59.14, cf. 88.19; <b class="b3">τοῦ ἀναθήματος . . τῇ βουλῇ -ήθησαν Ἀρχ. Ἐφ</b>. 1917.41 (Attic decree, iv B.C.): abs., <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.8.3</span>; συνεπιμεληθῆναι ὅπως καταστῶσιν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>754c</span>; ὅπως ἂν τάχιστα τυθῇ <span class="title">IG</span>12.39.68; ὅπως τι ληφθῇ <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>217.6</span> (iii B.C.), cf. <span class="title">IG</span>22.678.14; σ. ἵνα . . <span class="title">OGI</span> 214.24 (Milet., iii B.C.).</span>
|Definition=or συνεπι-μέλομαι, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[join in taking care of]] or <b class="b2">attending to</b>, τινος <span class="bibl">Th.8.39</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.Mag.</span>1.8</span>, etc.; <b class="b3">τῆς στρατιᾶς</b> <b class="b2">have joint charge of</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>6.1.22</span>; σ. μεθ' ἡμῶν προσήκει <span class="bibl">D. 48.5</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>49.3</span>; συνεπιμέλεσθαι δὲ αὐτῷ καὶ τοὺς στρατηγούς <span class="title">IG</span>12.59.14, cf. 88.19; <b class="b3">τοῦ ἀναθήματος . . τῇ βουλῇ -ήθησαν Ἀρχ. Ἐφ</b>. 1917.41 (Attic decree, iv B.C.): abs., <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.8.3</span>; συνεπιμεληθῆναι ὅπως καταστῶσιν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>754c</span>; ὅπως ἂν τάχιστα τυθῇ <span class="title">IG</span>12.39.68; ὅπως τι ληφθῇ <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>217.6</span> (iii B.C.), cf. <span class="title">IG</span>22.678.14; σ. ἵνα . . <span class="title">OGI</span> 214.24 (Milet., iii B.C.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:35, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιμελέομαι Medium diacritics: συνεπιμελέομαι Low diacritics: συνεπιμελέομαι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: synepimeléomai Transliteration B: synepimeleomai Transliteration C: synepimeleomai Beta Code: sunepimele/omai

English (LSJ)

or συνεπι-μέλομαι,

   A join in taking care of or attending to, τινος Th.8.39, X.Eq.Mag.1.8, etc.; τῆς στρατιᾶς have joint charge of, Id.An.6.1.22; σ. μεθ' ἡμῶν προσήκει D. 48.5, cf. Arist.Ath.49.3; συνεπιμέλεσθαι δὲ αὐτῷ καὶ τοὺς στρατηγούς IG12.59.14, cf. 88.19; τοῦ ἀναθήματος . . τῇ βουλῇ -ήθησαν Ἀρχ. Ἐφ. 1917.41 (Attic decree, iv B.C.): abs., X.Mem.2.8.3; συνεπιμεληθῆναι ὅπως καταστῶσιν Pl.Lg.754c; ὅπως ἂν τάχιστα τυθῇ IG12.39.68; ὅπως τι ληφθῇ PCair.Zen.217.6 (iii B.C.), cf. IG22.678.14; σ. ἵνα . . OGI 214.24 (Milet., iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιμελέομαι: ἀποθετ. (μέλομαι) ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω περί τινος ἢ προσέχω εἴς τι, τινος Θουκ. 8. 39· Ξεν.· σ. τῆς στρατιᾶς, ἔχειν κοινὴν ἐπιμέλειαν ἢ φροντίδα περὶ αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 22· σ. τινος μετά τινος Δημ. 1168. 17· ἀπολ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ξυνεπιμεληθῆναι ὅπως τι ἔσται Πλάτ. Νόμ. 754C· σ. ὡς... Συλλ. Ἐπιγρ. 115.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
prendre soin en même temps ou en commun : τινος de qqn ou de qch.
Étymologie: σύν, ἐπιμελέομαι.

Greek Monotonic

συνεπιμελέομαι: αποθ. (μέλομαι), συμμετέχω στη φροντίδα για κάτι ή φροντίζω, επιμελούμαι κάτι από κοινού με κάποιον, τινος, σε Θουκ., Ξεν.· συνεπιμελέομαι τῆς στρατιᾶς, έχω από κοινού την επιμέλεια, τη φροντίδα για το στράτευμα, σε Ξεν.· απόλ., στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επιμελέομαι en συνεπιμέλομαι, Att. ook ξυνεπιμέλομαι [σύν, ἐπί, μέλομαι] mede zorg of verantwoordelijkheid dragen voor, mede zorgen voor, mede zich inzetten voor, met gen.; met ὅπως + conj. of indic. fut. er mede voor zorgen dat.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιμελέομαι: вместе заботиться, принимать участие в заботах (τινος Thuc., Xen., Dem.): τούτους δεῖν συνεπιμεληθῆναι, ὅπως … Plat. они должны (говорю я) сообща проследить за тем, чтобы ….

Middle Liddell

μέλομαι
Dep. to join in taking care of or attending to, τινος Thuc., Xen.; ς. τῆς στρατιᾶς to have joint charge of the army, Xen.; absol., Xen.