συνουσιαστικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synousiastikos | |Transliteration C=synousiastikos | ||
|Beta Code=sunousiastiko/s | |Beta Code=sunousiastiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sociable]], <b class="b3">ξυμποτικὸς καὶ ξ</b>. <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1209</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sociable]], <b class="b3">ξυμποτικὸς καὶ ξ</b>. <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1209</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[capable of holding intercourse with]], ὁ ἄνθρωπος . . τῷ θεῷ -κός <span class="title">Corp.Herm.</span>12.19. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">promoting sexual intercourse, aphrodisiac</b>, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.199</span>, <span class="bibl">Paul.Aeg.1.79</span>; <b class="b3">σ. τόπος, μόρια</b>, <span class="bibl">Heph.Astr.1.1</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.177. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[lewd]], [[salacious]], <span class="bibl">Ph.2.22</span> (Sup.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:35, 30 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A sociable, ξυμποτικὸς καὶ ξ. Ar.V.1209. 2 capable of holding intercourse with, ὁ ἄνθρωπος . . τῷ θεῷ -κός Corp.Herm.12.19. II promoting sexual intercourse, aphrodisiac, Chrysipp.Stoic.3.199, Paul.Aeg.1.79; σ. τόπος, μόρια, Heph.Astr.1.1, Cat.Cod.Astr.2.177. 2 lewd, salacious, Ph.2.22 (Sup.).
Greek (Liddell-Scott)
συνουσιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, ἐπιτήδειος εἰς συναναστροφήν, κοινωνικός, Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἀφροδισιακός, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) λάγνος, ἀσελγής, Φίλων 2. 22, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui sait vivre en société, sociable;
2 aphrodisiaque;
3 libertin.
Étymologie: συνουσιάζω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συνουσιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνουσιαστής
αφροδισιακός
αρχ.
1. κοινωνικός
2. ο ικανός στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ ἄνθρωπος τῷ θεῷ συνουσιαστικός», Ερμητ.)
3. λάγνος, ασελγής.
Greek Monotonic
συνουσιαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι κατάλληλος για συναναστροφή, αυτός που διαθέτει κοινωνικότητα, κοινωνικός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
συνουσιαστικός: умеющий вести себя в обществе, светский Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνουσιαστικός -ή -ον [συνουσιάζω] gezellig in de omgang.
Middle Liddell
συνουσιαστικός, ή, όν
suited for society, sociable, Ar.