στοιχάς: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stoichas
|Transliteration C=stoichas
|Beta Code=stoixa/s
|Beta Code=stoixa/s
|Definition=άδος, ὁ, ἡ, (στοῖχος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">in a row one behind another</b>, esp. <b class="b3">αἱ Στοιχάδες</b> (sc. <b class="b3">νῆσοι</b>), name of the islands which lie <b class="b2">in a row</b> east of Toulon, now <b class="b2">les Îles d' Hyères</b>, <span class="bibl">A.R.4.554</span>, <span class="bibl">Str.4.1.10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ἐλᾶαι σ</b>. olive-trees (prob. because planted <b class="b2">in rows</b>) which were not sacred, like the <b class="b3">μορίαι</b>, Sol. ap. <span class="bibl">Poll.5.36</span>, <span class="bibl">Philoch.62</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">στοιχάς, ἡ</b>, an aromatic plant, [[cassidony]], [[Lavandula Stoechas]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>918</span>, Dsc. 3.26.</span>
|Definition=άδος, ὁ, ἡ, (στοῖχος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[in a row one behind another]], esp. <b class="b3">αἱ Στοιχάδες</b> (sc. <b class="b3">νῆσοι</b>), name of the islands which lie <b class="b2">in a row</b> east of Toulon, now <b class="b2">les Îles d' Hyères</b>, <span class="bibl">A.R.4.554</span>, <span class="bibl">Str.4.1.10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ἐλᾶαι σ</b>. olive-trees (prob. because planted <b class="b2">in rows</b>) which were not sacred, like the <b class="b3">μορίαι</b>, Sol. ap. <span class="bibl">Poll.5.36</span>, <span class="bibl">Philoch.62</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">στοιχάς, ἡ</b>, an aromatic plant, [[cassidony]], [[Lavandula Stoechas]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>918</span>, Dsc. 3.26.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:20, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχάς Medium diacritics: στοιχάς Low diacritics: στοιχάς Capitals: ΣΤΟΙΧΑΣ
Transliteration A: stoichás Transliteration B: stoichas Transliteration C: stoichas Beta Code: stoixa/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ, (στοῖχος)

   A in a row one behind another, esp. αἱ Στοιχάδες (sc. νῆσοι), name of the islands which lie in a row east of Toulon, now les Îles d' Hyères, A.R.4.554, Str.4.1.10.    2 ἐλᾶαι σ. olive-trees (prob. because planted in rows) which were not sacred, like the μορίαι, Sol. ap. Poll.5.36, Philoch.62.    II στοιχάς, ἡ, an aromatic plant, cassidony, Lavandula Stoechas, Orph.A.918, Dsc. 3.26.

German (Pape)

[Seite 945] άδος, ὁ, ἡ, 1) in Reihen od. Zeilen stehend oder liegend. Bei Solon hießen ἐλάαι στοιχάδες, den μορίαις entggstzt, die in Reihen stehenden Oelbäume, die nicht heilig waren, Poll. 5, 36. – 2) cine gewürzige Pflanze; Diosc.; Orph. Arg. 921; auch zuweilen falsch στιχάς geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχάς: -άδος, ὁ, ἡ, (στοῖχος) κατὰ στοίχους ἢ σειράς, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ὁλκάδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 22· - αἱ Στοιχάδες (ἐξυπακ. νῆσοι) σειρὰ νήσων παρὰ τὴν Μασσαλίαν, τὰ νῦν les isles d΄ Hières, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 554, Στράβ. 184· πρβλ. Κυκλάδες, Σποράδες. 2) ἐλαῖαι στοιχάδες, ἐλαιόδενδρα (ἴσως ὡς πεφυτευμένα εἰς σειράς), τὰ ὁποῖα δὲν ἦσαν ἱερὰ ὡς αἱ μορέαι, Σόλων παρὰ Πολυδ. Ε΄ , 36, Φιλόχ. 62. ΙΙ. στοιχάς, ἡ, ἀρωματικόν τι φυτόν, Lavandula stoechs, Ὀρφ. Ἀργ. 916, Διοσκ. 3. 31.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
aligné ; subst.στοιχάς, sorte de lavande, plante.
Étymologie: στείχω.

Greek Monolingual

-άδος, ό, ἡ, Α
1. αυτός που είναι τοποθετημένος κατά στοίχους, κατά σειρές
2. το θηλ.στοιχάς
είδος του αρωματικού φυτού λαβαντίς, που ονομάστηκε έτσι από τις Στοιχάδες νήσους
3. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Στοιχάδες
(ενν. νήσοι) σειρά νησιών στη νοτιανατολική ακτή της Γαλλίας, κοντά στη Μασσαλία, που σήμερα ονομάζονται νήσοι Υέρ
4. φρ. «ἐλαῑαι στοιχάδες» — ελαιόδενδρα τα οποία ίσως ονομάστηκαν έτσι επειδή ήταν φυτευμένα κατά σειρές, δεν ήταν όμως ιερά όπως οι μορίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοίχος + επίθημα -άς, -άδος
(πρβλ. στιβ-άς)].

Greek Monotonic

στοιχάς: -άδος, ἡ (στοῖχος), αυτός που κείται κατά στίχους, κατά σειρές· αἱΣτοιχάδες (ενν. νῆσοι), συστάδα νησιών κοντά στη Μασσαλία, που τώρα ονομάζονται les Isles d' Hières, σε Στράβ.

Middle Liddell

στοιχάς, άδος, στοῖχος
in rows:— αἱ Στοιχάδες (sc. νῆσοἰ a row of islands off Marseilles, now les Isles d' Hieres, Strab.