σταφυλάγρα: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(nl) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stafylagra | |Transliteration C=stafylagra | ||
|Beta Code=stafula/gra | |Beta Code=stafula/gra | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[forceps for taking hold of the uvula]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Medic.</span>9</span>, <span class="bibl">Paul.Aeg.6.31</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:05, 30 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A forceps for taking hold of the uvula, Hp.Medic.9, Paul.Aeg.6.31.
German (Pape)
[Seite 931] ἡ, Zange zum Fassen des Zapfens im Munde, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰφῠλάγρα: ἡ, (σταφυλή, ἀγρεύω) λαβὶς δι’ ἧς λαμβάνεται ἡ (πρὸ τοῦ φάρυγγος) σταφυλή, ὁ σταφυλίτης, Ἱππ. 21. 20, Παῦλ. Αἰγ. 6. 31· ὅστις ἔχει καὶ (3. 26) σταφυλεπάρτης, ὁ, (ἐπαίρω) ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η σταφυλίδα κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + ἄγρα «κυνήγι, σύλληψη» (πρβλ. ποδ-άγρα)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταφυλάγρα -ας, ἡ [σταφυλή, ἄγρα] pincet (om de huig naar buiten te brengen).