μαγγανεύω: Difference between revisions
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=magganeyo | |Transliteration C=magganeyo | ||
|Beta Code=magganeu/w | |Beta Code=magganeu/w | ||
|Definition=(μάγγανον) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=(μάγγανον) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[use charms]] or [[philtres]], of Circe, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>310</span>: metaph., [[play tricks]], <span class="bibl">D.25.80</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span>340a</span>; <b class="b3">μ. πρὸς τὰς θεάς</b> <b class="b2">use superstitious means</b> to propitiate the goddesses, <span class="bibl">Plb. 15.29.9</span>; μ. ἐπί τινα <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>2.1</span>, Bis Acc.<span class="bibl">21</span>: c. acc. cogn., <b class="b3">μ. ἀπάτην</b> <b class="b2">contrive means for</b> cheating, <span class="bibl">Ach.Tat.2.38</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> c. acc., <b class="b2">trick out, dress artificially</b>, of cooks, τὰ σιτία καὶ τὰ ὄψα μ. καὶ φαρμάττειν Plu.2.126a.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:05, 30 June 2020
English (LSJ)
(μάγγανον)
A use charms or philtres, of Circe, Ar.Pl.310: metaph., play tricks, D.25.80, Jul.Gal.340a; μ. πρὸς τὰς θεάς use superstitious means to propitiate the goddesses, Plb. 15.29.9; μ. ἐπί τινα Luc.DDeor.2.1, Bis Acc.21: c. acc. cogn., μ. ἀπάτην contrive means for cheating, Ach.Tat.2.38. II c. acc., trick out, dress artificially, of cooks, τὰ σιτία καὶ τὰ ὄψα μ. καὶ φαρμάττειν Plu.2.126a.
Greek (Liddell-Scott)
μαγγᾰνεύω: (μάγγανον) μεταχειρίζομαι θέλγητρα ἢ φίλτρα, τεχνάσματα μαγγανευτικά, ἐπὶ τῆς Κίρκης, Ἀριστοφ. Πλ. 310· - δολιεύομαι, ἀπατῶ, Δημ. 794. 2· μ. πρὸς τοὺς θεούς, μεταχειρίζομαι δεισιδαίμονα μέσα ὅπως ἐξιλεώσω τοὺς θεούς, Πολύβ. 15. 29, 9· μ. ἐπί τινα Λουκ. Θεῶν Διάλ. 2. 1, Δὶς Κατηγ. 21· - μετὰ συστοίχου αἰτ., μ. ἀπάτην, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ μέσα πρὸς ἀπάτην, Ἰακώψ. εἰς Ἀχ. Τάτ. σ. 609. ΙΙ. μετ’ αἰτ., νοθεύω, Λατ. mangonizare, τὰ σιτία, καὶ τὰ ὄψα μ. καὶ φαρμάττειν Πλούτ. 2. 126Α.
French (Bailly abrégé)
1 user de philtres ou de charmes;
2 sophistiquer (des aliments), acc..
Étymologie: μάγγανον.
Greek Monolingual
(Α μαγγανεύω) μάγγανο. 1. κάνω μάγια, χρησιμοποιώ μαγικά, σαγηνευτικά φίλτρα ή θέλγητρα («οὐκοῡν σὲ τὴν Κίρκην γε τὴν φάρμακ' ἀνακυνῶσαν καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους», Αριστοφ.)
2. εξαπατώ με τεχνικά μέσα, με ιατρικά ή μαγευτικά ποτά, δελεάζω με μαγγανευτικούς τρόπους, δολιεύομαι
3. νοθεύω με τέχνη τρόφιμα
αρχ.
1. μεταχειρίζομαι διάφορα δεισιδαίμονα μέσα ή τρόπους για να επιτύχω εξιλέωση τών θεών («μαγγανεύουσα πρὸς τὰς θεάς», Πολυδ.)
2. φρ. «μαγγανεύω ἀπάτην» — επινοώ διάφορα μέσα για να εξαπατήσω.
Greek Monotonic
μαγγᾰνεύω: (μάγγανον), μέλ. -σω, χρησιμοποιώ γητειές ή φίλτρα, λέγεται για την Κίρκη, σε Αριστοφ.· εξαπατώ, χρησιμοποιώ τεχνάσματα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μαγγᾰνεύω:
1) колдовать, ворожить (Κίρκη μαγγανεύουσα Arph.): μ. πρός τινα Polyb. привораживать кого-л.;
2) морочить, обманывать (μ. καὶ φενακίζειν Dem.);
3) фальсифицировать (τὰ σιτία καὶ τὰ ὄψα Plut.).
Middle Liddell
μαγγᾰνεύω, fut. -σω μάγγανον
to use charms or philtres, of Circe, Ar.:— to play tricks, Dem. [from μάγγᾰνον]