σίραιον: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=siraion | |Transliteration C=siraion | ||
|Beta Code=si/raion | |Beta Code=si/raion | ||
|Definition=[<b class="b3">ῐ], τό</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[<b class="b3">ῐ], τό</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[new wine boiled down]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>878</span>, <span class="bibl">Antiph.142</span>, <span class="bibl">Alex. 127.8</span>, <span class="bibl">188</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>153</span> (where ῑ, written ει), Gal.10.403; also of figs, Id.13.8,9:—also <span class=foreign>οἶνος σίραιος, Dsc.5.6, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.1</span>; σίρινος, <span class="bibl">Eust.1385.14</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:05, 1 July 2020
English (LSJ)
[ῐ], τό,
A new wine boiled down, Ar.V.878, Antiph.142, Alex. 127.8, 188, Nic.Al.153 (where ῑ, written ει), Gal.10.403; also of figs, Id.13.8,9:—also οἶνος σίραιος, Dsc.5.6, Aret.CA1.1; σίρινος, Eust.1385.14.
German (Pape)
[Seite 884] τό, auch σίραιος οἶνος u. σίρινος οἶνος, eingekochter Most; Ar. Vesp. 878, wo der Schol. erkl. τὸ ἑψημένον γλεῦκος, βραχὺ δὲ ἔχον παράπικρον ὅταν καθεψηθῇ; vgl. Antiphan. bei Ath. II, 68 a Eubul. IV, 170 c; Diosc.; sonst ἕψημα, sapa.
Greek (Liddell-Scott)
σίραιον: [ῐ], τό, ὁ νέος οἶνος βραζόμενος, μοῦστος βρασμένος, (Τουρκ. «πετμέζι»), Λατ. defrutum, Ἀριστοφ. Σφ. 878, Ἀντιφ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 2. 8, «Πονήρᾳ» 2. 3· ὡσαύτως, οἶνος σίραιος Διοσκ. 5. 9., Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, ἢ σίρινος Εὐστ. 1385. 14· ὡσαύτως ἐπὶ σύκων, Γαλην., Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vin cuit, vin doux.
Étymologie: DELG étym. difficile.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βρασμένος μούστος από σταφύλια ή και από σύκα, το σημερινό πετιμέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. σιρός μάλλον δεν ευσταθεί. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή της με το ρ. σειρῶ «στραγγίζω, αποξηραίνω» (βλ. λ. Σείριος)].
Greek Monotonic
σίραιον: [ῐ], τό, νέας εσοδείας κρασί που «βράζει» στο βαρέλι, μούστος, πετιμέζι, Λατ. defrvtum, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
σίραιον: (σῐ) τό вареное сусло Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίραιον -ου, τό [σιρός] stroop (ingekookte druivenpuree (most)).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: boiled wine (Antiph., Alex. Nic.); also σίραιος οἰ̃νος.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Perh. from σειρόω (s.v. Σείριος)
Middle Liddell
σί˘ραιον, ου, τό,
new wine boiled down, Lat. defrutum, Ar. [deriv. uncertain]