πολυέλαιος: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyelaios
|Transliteration C=polyelaios
|Beta Code=polue/laios
|Beta Code=polue/laios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">owning many oliveyards</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span>5.3</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[owning many oliveyards]], <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span>5.3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:45, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυέλαιος Medium diacritics: πολυέλαιος Low diacritics: πολυέλαιος Capitals: ΠΟΛΥΕΛΑΙΟΣ
Transliteration A: polyélaios Transliteration B: polyelaios Transliteration C: polyelaios Beta Code: polue/laios

English (LSJ)

ον,

   A owning many oliveyards, X.Vect.5.3.

German (Pape)

[Seite 662] viel Oel gebend, Xen. Vect. 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολυέλαιος: -ον, ὁ παράγων πολὺ ἔλαιον, Ξεν. Πόροι 5. 3. 2) ἴδε πολυέλεος 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit beaucoup d’huile.
Étymologie: πολύς, ἔλαιον.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυέλαιος, -ον, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. πολυέλεος, -η, -ο, Ν
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο πολυέλαιος
α) πολυτελές πολύφωτο το οποίο αναρτάται στην οροφή αιθουσών ιδιωτικών ή δημόσιων χώρων
θ) (λειτ.) πολύφωτο (πολυκάνδηλο, ή πολυκήριο) αναρτώμενο στο κέντρο και σε άλλα σημεία τών ορθόδοξων ναών για φωτισμό του εσωτερικού τους και ως ένδειξη τιμής και ευλάβειας προς τις ιερές τελετές ή και ως σύμβολο τών αστέρων του ουρανού, τον οποίο συμβολίζει η οροφή του ναού
2. φρ. «σιγά τον πολυέλαιο» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα είναι ασήμαντο, ανάξιο λόγου
μσν.-αρχ.
αυτός που παράγει μεγάλη ποσότητα λαδιού, πολύ λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -έλαιος (< ἔλαιον). Ο τ. πολυέλαιος, ο, με αρχική σημασία «πολυκάντηλο» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το σύγχρονο, πολυτελές πολύφωτο. Η γρφ. πολυέλεος οφείλεται σε εσφαλμένο συσχετισμό της λέξης με το πολυέλεος (ύμνος), επειδή οι ύμνοι αυτοί ψάλλονται με αναμμένους τους πολυελαίους του ναού].

Greek Monotonic

πολυέλαιος: -ον (ἔλαιον), αυτός που παράγει άφθονο λάδι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πολυέλαιος: богатый запасами масла Xen.

Middle Liddell

πολυ-έλαιος, ον, ἔλαιον
yielding much oil, Xen.