ὑπόχρεως: Difference between revisions
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑπό-χρεως, ων, [[χρέος]]<br /><b class="num">1.</b> [[indebted]], in [[debt]], Ar.; ὑπ. τινος his [[debtor]], Plut.<br /><b class="num">2.</b> of [[property]], [[involved]], Lat. [[obaeratus]], Dem.<br /><b class="num">3.</b> c. gen., ὑπ. [[φιλίας]] [[bound]] by ties of [[friendship]], Plut. | |mdlsjtxt=ὑπό-χρεως, ων, [[χρέος]]<br /><b class="num">1.</b> [[indebted]], in [[debt]], Ar.; ὑπ. τινος his [[debtor]], Plut.<br /><b class="num">2.</b> of [[property]], [[involved]], Lat. [[obaeratus]], Dem.<br /><b class="num">3.</b> c. gen., ὑπ. [[φιλίας]] [[bound]] by ties of [[friendship]], Plut. | ||
}} | |||
{{WoodhouseAdverbsReversed | |||
|woodadr=[[in debt]], [[saddled with debt]] | |||
}} | }} |
Revision as of 09:30, 4 July 2020
English (LSJ)
ων, gen. ω (masc. and fem.) BGU239.5 (ii A. D.), PFlor. 86.13 (i A. D.): also ὑπόχρεος, ον, IG22.1132.22 (Decr. Amphict., iii B. C.); gen. ου Sammelb.4415.8 (ii A. D.): pl. ὑπό-χρεοι, -χρέους, Plb.9.29.7, D.H.4.10: (χρέος):—
A indebted, in debt, Ar.Nu.242; ὁ δῆμος ὑ. τῶν πλουσίων in their debt, Plu.Sol.13. 2 ὑ. τινί dependent upon him, Plb.6.17.1, cf. 4.51.2. 3 of property, involved, encumbered, Is.10.16,17(sed leg. ὑπέρχ-), D.49.11, 50.61. 4 obliged, bound, c. gen., φιλίας καὶ χάριτος ὑ. bound by ties of love and favour past, Plu.Pomp.76, cf. D.S.19.44: also c. dat., ὑ. χάριτι Plb. 21.19.10, cf.9.29.7.
German (Pape)
[Seite 1240] ων, gen. ω, verschuldet; Ar. Nubl. 242; κλῆρος Is. 10, 16; οὐσία ib. 17; im Ggstz von ἐλεύθερος Pol. 27, 6,12; τῶν πλουσίων, Schuldner, Plut. Sol. 13. – Uebh. verpflichtet, verbindlich, ὑπόχρεως φιλίας καὶ χάριτος, wegen genossener Liebe u. Huld verpflichtet od. zu Liebe u. Dank verpflichtet, Plut. Pomp. 76; vgl. Pol. 4, 51, 2. 9, 29, 7; auch τῇ μεγίστῃ χάριτι γεγονότες ὑπόχρεοι ἐκείνοις, 22, 2,10.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόχρεως: -ων, γεν. -ω· ὁ πληθ. παρὰ μεταγεν. ὑπόχρεοι, -χρέους, Πολύβ. 9. 29, 7, Διονύσ. Ἁλ. 4. 10· (χρέος)· ― ὁ ὑπὸ χρέος διατελῶν, χρεωμένος, πόθεν δ’ ὑπόχρεως σαυτὸν ἔλαθες γενόμενος; Ἀριστοφ. Νεφ. 242· ― χρεώστης τινος, δῆμος ἦν ὑπόχρεως τῶν πλουσίων Πλουτ. Σόλων 13. 2) ὑπ. τινι, ἐξηρτημένος ἔκ τινος, ὑπόλογος, Λατ. obnoxius alicui, πάλιν ὁ δῆμος ὑπόχρεως τῇ συγκλήτῳ Πολύβ. 6. 17, 1, πρβλ. 4. 51, 2. 3) ἐπὶ περιουσίας, «χρεωμένος», βεβαρημένος, Λατ. obaeratus, Ἰσαῖος 81. 21 καὶ 26, Δημ. 1187. 18., 1225. 10. 4) «ὑποχρεωμένος», μετὰ γεν., ὑπ. φιλίας καὶ χάριτος, ὑποχρεωμένος διὰ τῶν δεσμῶν φιλίας καὶ εὐνοίας δειχθείσης ἄλλοτε, Πλουτ. Πομπ. 76· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὑπ. χάριτι Πολύβ. 22. 2, 10, πρβλ. 9. 29, 7.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ω;
1 chargé de dettes;
2 redevable, qui a des obligations à : χάριτος PLUT qui a une dette de reconnaissance.
Étymologie: ὑπό, χρέος.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόχρεως, -ων, ΝΑ
βλ. υπόχρεος.
Greek Monotonic
ὑπόχρεως: -ων (χρέος), γεν. -ω,
1. χρεωμένος, αυτός που χρωστά, σε Αριστοφ.· ὑπόχρεώς τινος, χρεώστης, σε Πλούτ.
2. λέγεται για περιουσία, ιδιοκτησία, χρεωμένος, μπλεγμένος, επιβαρυμένος, Λατ. obaeratus, σε Δημ.
3. με γεν., ὑπόχρεως φιλίας, δεμένος με δεσμούς φιλίας, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόχρεως: 2, gen. ω
1) обремененный долгами Arph.: ὑ. τῶν πλουσίων Plut. оказавшийся в долговой кабале у богачей; ὑπόχρεων πεποιηκέναι τὴν οὐσίαν Polyb. обременить долгами (свое) имущество;
2) зависимый (τινι Polyb.): ὑ. πρός τι Polyb. зависимый в отношении чего-л.;
3) обязанный: ὑ. χάριτος Plut. или τῇ χάριτί τινι Polyb. обязанный благодарностью кому-л.
Middle Liddell
ὑπό-χρεως, ων, χρέος
1. indebted, in debt, Ar.; ὑπ. τινος his debtor, Plut.
2. of property, involved, Lat. obaeratus, Dem.
3. c. gen., ὑπ. φιλίας bound by ties of friendship, Plut.