Μορμώ: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(CSV import) |
|||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Μορμώ:''' και Μορμών, -όνος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> τρομακτικό θηλ. [[τέρας]], που το αποκαλούνταν οι τροφοί για να τρομάξουν τα [[παιδιά]], σε Λουκ.· γενικά, [[φόβητρο]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ως επιφών. για να τρομάξει τα [[παιδιά]], μπου! [[μορμώ]], δάκνει [[ἵππος]], σε Θεόκρ.· <i>μορμὼ τοῦ θράσους</i>, βρε [[θράσος]] που τό 'χει!, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''Μορμώ:''' και Μορμών, -όνος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> τρομακτικό θηλ. [[τέρας]], που το αποκαλούνταν οι τροφοί για να τρομάξουν τα [[παιδιά]], σε Λουκ.· γενικά, [[φόβητρο]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ως επιφών. για να τρομάξει τα [[παιδιά]], μπου! [[μορμώ]], δάκνει [[ἵππος]], σε Θεόκρ.· <i>μορμὼ τοῦ θράσους</i>, βρε [[θράσος]] που τό 'χει!, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[goblin]], [[hobgoblin]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 4 July 2020
English (LSJ)
όος, contr. οῦς, also Μορμών, όνος, ἡ,
A she-monster, bogey, dub. in Erinn. in PSI9.1090.51 + 11 (p. xii); used by nurses to frighten children, Luc.Philops.2: generally, bugbear, ἀπένεγκέ μου τὴν μορμόνα Ar.Ach.582; οὐδὲν δεόμεθ'… τῆς σῆς μορμόνος Id.Pax474 (both times of Lamachus' helmet and crest); φοβεῖσθαι τοὺς πελταστάς, ὥσπερ μορμόνας (-ῶνας codd.) παιδάρια X.HG4.4.17. II as an exclamation to frighten children with, boh!, μορμώ, δάκνει ἵππος Theoc.15.40; μορμὼ τοῦ θράσους a fig for his courage!, Ar.Eq.693. (Perh. cogn. with Lat.formido, where f is due to dissimilation, cf. μορφή, μύρμηξ.)
Greek (Liddell-Scott)
Μορμώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, καὶ Μορμών, όνος, ἡ, φοβερόν τι θῆλυ τέρας, δι’ οὗ αἱ τροφοὶ συνείθιζον νὰ ἐκφοβῶσι τὰ παιδία, ὡς ἡ mānia τῶν Ρωμαίων, Λουκ. Φιλοψ. 2, ἴδε Ruhnk. Τίμ.· καθόλου, φόβητρον, μορμολύκειον, ἀπένεγκ’ ἐμοῦ τὴν μορμόνα Ἀριστοφ. Ἀχ. 582· οὐδὲν δεόμεθ’... τῆς σῆς μορμόνος Εἰρ. 474 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις περὶ τῆς περικεφαλαίας καὶ τοῦ λόφου τοῦ Λαμάχου· φοβεῖσθαι τοὺς πελταστάς, ὥσπερ μορμόνας (κοινῶς: -ῶνας) παιδάρια Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 47. ΙΙ. ὡς ἐπιφώνημα πρὸς ἐκφόβησιν τῶν παιδίων: «μποῦ, μποῦ», μορμώ, δάκνει ἵππος Θεόκρ. 15. 40· μορμὼ τοῦ θράσους, «μωρὲ θρασύτητα ’ποῦ τὴν ἔχει!» Ἀριστοφ. Ἱππ. 693. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: μόρμοι· φόβοι κενοί, καὶ μορμή, καταπληκτική: ἐντεῦθεν μορμύνω, μορμύσσομαι, μόρμορος, μορμωτός, μορμορύζω, μορμολύττομαι, μορμολύκη, -λυκεῖον).
Greek Monotonic
Μορμώ: και Μορμών, -όνος, ἡ,
I. τρομακτικό θηλ. τέρας, που το αποκαλούνταν οι τροφοί για να τρομάξουν τα παιδιά, σε Λουκ.· γενικά, φόβητρο, σε Αριστοφ., Ξεν.
II. ως επιφών. για να τρομάξει τα παιδιά, μπου! μορμώ, δάκνει ἵππος, σε Θεόκρ.· μορμὼ τοῦ θράσους, βρε θράσος που τό 'χει!, σε Αριστοφ.