εὐορκία: Difference between revisions
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εὐορκία]], ἡ,<br />[[fidelity]] to one's [[oath]], Pind. [from [[εὔορκος]] | |mdlsjtxt=[[εὐορκία]], ἡ,<br />[[fidelity]] to one's [[oath]], Pind. [from [[εὔορκος]] | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[faithfulness to one's oath]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 4 July 2020
English (LSJ)
ἡ, = foreg., Pi.O.2.66 (pl.), App.Pun.63, Hierocl. in CA2p.422M. II in pl., oaths taken with a good conscience, Lib.Or.59.122.
German (Pape)
[Seite 1085] ἡ, dass., plur., Pind. Ol. 2, 72; Poll. 1, 39.
Greek (Liddell-Scott)
εὐορκία: ἡ, = τῷ προηγ., Πινδ. Ο. 2. 119.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fidélité au serment.
Étymologie: εὔορκος.
English (Slater)
εὐορκία
1 fidelity to oaths οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις (O. 2.66)
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐορκία) εύορκος
η πιστή τήρηση του όρκου
νεοελλ.
1. ο αληθινός όρκος, το να λέει κάποιος την αλήθεια σε ένορκη διαβεβαίωση
2. ευσυνειδησία
πληθ. αἱ εὐορκίαι
οι όρκοι που δίνονται με καθαρή συνείδηση.
Greek Monotonic
εὐορκία: ἡ, πίστη, αφοσίωση, προσήλωση στον όρκο, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐορκία: ἡ верность клятве Pind.
Middle Liddell
εὐορκία, ἡ,
fidelity to one's oath, Pind. [from εὔορκος